Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

"Ο Μυστικός Δείπνος"










Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ
[πνω στ « Μυστικ Δεπνο » το Ντ Βντσι.]

ριστοτέλης Κουρτίδης (1858-1928)


Τς μέρες τς Μεγλης Εβδομδος, κούοντας τ Εαγγλιο γι τ Μυστικ Δεπνο, βλπομε ν προβάλλη μπρός μας μι τοιχογραφία: τ ξαιρετικ ριστούργημα νς ξαιρετικο καλλιτχνη, το Ντ Βντσι, πο καμωμένο γι τος καλόγερους νς Μοναστηριο Δομινικάνων, ψηφντας δόγματα κι θνικότητες, γινε παγκσμια ζωγραφικ πεικόνιση το προλγου το πθους το Χριστο, αώνιο σο κα τοτο.
Ο Λεονάρδος Ντ Βίντσι!
πστευτη ατ μεγαλοφυΐα, πο τά ξερε λα, τ μντευε λα, πο προεδε τν εροπορία - π τ 1439 - πο φαντσθη τ σημεριν τνκς (τ πόμνημά του τ χαρακτηρίζει: ρματα τσο θωρακισμένα μ κανόνια, πο συντρβουν τν χθρ κα πίσω τους προχωρε κίνδυνα τ πεζικό), πο νοιγε διρυγες κα πρότεινε ν ξεθεμελιώση κα ν μεταφέρη μι λκληρη κκλησία τς Φλωρεντίας, χωρς ν τ χαλάση, πο συγκρτησε κα διαφλαξε γι τν αωνιότητα τ ανιγματικ χαμόγελο τς Τζοκντας, μόνο ατ μεγαλοφυΐα ταν καν ν μπνευσθ κι δ κάτι ξεχωριστ κα θαυμαστ κα ζωγρφισε τ Cenacelo degli Apostoli.

Γι ν μπομε μέσα στ νημα το ργου κα π τεχνικ κα π κφραστικ ποψη, πρέπει ν ξέρωμε τ μέρος, που τ ζωγρφισε. Μέσα σ μι τραπεζαρία μοναστηριος Santa Maria delle Grazie), τί πι ταιριαχτ μποροσε ν ζωγραφιστ π τ κρυφ ποχαιρετιστριο δεπνο το Θεανθρπου, μ τ μυστικ ερότητ του; Ο Γκατε πρφτασε ν τ δ σχεδν πείραχτο στ κοινοβιακ ατ στιατριο.


ντκρυ στν εσοδο, στ στεν πλευρ, στ βθος τς στενόμακρης σλας, ταν τ τραπζι το γομενου, στς δυ μεγλες πλευρς τ τραπέζια τν μοναχν, λα να σκαλ ψηλτερα π τ πτωμα· κι ποιος μπαινε, στρέφοντας πσω τ κεφλι, βλεπε στν λλο στεν τοχο, να τέταρτο τραπζι, που δειπνοσε Χριστς μ τος ποστλους, σ ν ταν κι ατο τς συντροφις το μοναστηριο. Ωραο κι πιβλητικ θταν τ θαμα, ταν τν ὥρα το δείπνου, Χριστς κα γομενος ντίκριζαν νας τν λλο κι ο καλγεροι νιωθαν τν αυτό τους νμεσα στ θεα κα στ καλογερικ εραρχα. Γι’ ατ μεγλος τεχνίτης γι πρτυπο πρε τ καλογερικ τραπζια. Εναι βέβαιο, πς τ τραπεζομντηλο μ τς δίπλες του, τς κεντημένες λωρίδες κα τούς κρεμασμνους κμπους βγκε π τν ποθκη το μοναστηριο· πιατλες, πιτα, ποτρια, λατιρες, ταν τ δια τν καλογρων.

Σ ττοιο περιβλλον καλλιτχνης, πο ζητοσε τν μορφι στν λθεια, δν μποροσε ν ντση τ πρσωπ του μ ξενικ κα παλαιϊκ ροχα. Επρεπε λα ν πλησιάσουν στ κοντιν, στ πραγματικ. Ο πόστολοι πρεπε ν γνουν σγχρονοι μ τος μοναχούς. Χριστς πρεπε ν καθίση στ δεπνο, σ νάταν καλεσμνος π τος Δομινικανούς. Ατ παιτοσε συντονισμς· κθε λλο θ ξέσχιζε σν παραφωνία τν ασθητικ ντπωση.
ζωγρφος εχε κι λλη δυσκολα ν νικήση. μοιαζε μ τν ποιητ, πο πρέπει ν σφξη τν μπνευσή του στ στεν φρμα νς σονέτου ν δημιουργση πνω σ παραγγελμένες ρίμες. Ο στενς τοχος τς τραπεζαρίας εχε ψος δέκα ποδιν κα μκρος εκοσιοκτ ποδιν. Σ’ ατ τ στενμακρο τοίχωμα πρεπε ν τοποθετση τ Μυστικ Δεπνο. Ατ τ μπδιο Ντ Βίντσι τ καμε θρίαμβο, τν νγκη ριστοτεχνα πρωτοτυπίας.
Ολοι ξ
ρομε, πς ψυχικ κφραση νκει στ πνω μέρος το κορμιο· τ πδια εναι περιττά. πλασε λοιπν ντεκα μισ κορμι, πο τς κνμες τους τς σκεπάζει τ τραπζι κα τ τραπεζομάντηλο. λλ κφραση τν δεκατριν ατν προσπων δν εναι οτε στ μτια, οτε στ στμα, οτε στς πτυχς το μετώπου, οτε κα στς ρινοχειλικς μεταβολς, πως στ λλα ργα· εναι στ χρια.

Τ χρια μιλον. Τ τλμημα ατ μνο νας μεσημβρινς μποροσε ν τολμση. Στος μεσημβρινος λαος λο τ κορμ παίρνει μρος στν κφραση. Τ καταλαβαίνει μέσως ποιος π βορεινς χρες πέρασε στν ταλα. Ατ ταν νκαθεν. Ο Λσιγγ πορε μ τ πλθος κα τν ποικιλα τν χειρονομιν τν παλαιν Ελλνων ρητρων. νας λλος μεσημβρινς, Montaigne, γδντα χρόνια στερα π τ Ντ Βίντσι, παριθμοσε πσο πλθος πργματα μπορομε ν πομε μ τ χέρι. « Μ τ χέρι », γραφε, « ζητομε, προσκαλομε, διχνομε, φοβερίζομε, ρωτομε, θαυμάζομε, νθαρρνομε, ποτρέπομε, ποδοκιμζομε, μποδζομε, παραδεχμαστε, ρνιμαστε, προκαλομε, βρίζομε, βεβαινομε, μφιβλλομε, πορομε, διστάζομε, δυσπιστομε, φοβόμαστε, τρομζομε, πληρνομε, κα τί χι κόμη; »

« Et quod non? » προσθέτει ξυπνος δοκιμιογράφος. Ο Taine, στ « Φιλοσοφα τς τέχνης στς Κάτω Χρες », διηγείται γι να συμπατριτη του, μπορο μβρελλν στ μστερνταμ: « μα μ κουσε ν μιλ γαλλικά, πεσε στν γκαλιά μου. Δν μποροσε ν ποφρη τος ντπιους γι τν ψυχρότητ τους κα τ δυσκινησα τους: « Δν χουν ασθημα, ζωή,· σωστ γογγύλια κριε, σωστ γογγύλια! »
Τν κφραστικ ατν διότητα τν ταλν τν εχε παρατηρήσει κα Γκατε:
« λο τ σμα τους χει πνεμα, λα τ μέλη λαβαίνουν μέρος σ κθε κφραση το συναισθματος, το πθους, ς κα τς σκέψης κμη. Μ διφορο σχηματισμ κα κνηση το χεριο, νθρωπος το λαο λγει: « Δ μ νοιζει! » « Ατς εναι τσαρλατνος, χε τ νο σου! » «Λγο εναι τ ψωμί του, το κακμοιρου! »
πολμορφη, εγλωττη, κφραστικτατη ατ μιμικ δν μποροσε ν ξεφγη τ βαθ, παρατηρητικ, βυθοσκοπικ μτι το Ντ Βίντσι. Τν πρε π τν δρμο κα τν νέβασε στν τέχνη· τ πετρδι τ θαμπ τ σκωσε π τ λσπη κα τοδωσε τ λμψη τς μεγαλοφυΐας. Κα ζωγρφισε τ Μυστικ Δεπνο.

Στ μση το τραπεζιο κθεται Χριστς·  δεξι κα ριστερ κθονται π ξι πστολοι, κι ατο πλι σχηματίζουν τέσσερα συμπλέγματα τρες-τρες. λλ λα τ πρσωπα, νεανικ γεροντικ, λες ο κινσεις, εναι συγκεντρωμνα σ μι ντητα, σν ργανα ρχστρας, πο ννονται σ μι ρμονικ συγχορδία.
Τ μυστικ ατ τραπέζι εναι δεπνος ποχαιρετισμο. Θλιβερ προαισθματα πλημμυρον τν ψυχ λων. Τα στόματα εναι κλειστ. ξαφνα Διδσκαλος, μέσα στν πίσημη σιωπ, λγει: « μν, μν, λγω μν, τι ες ξ μν παραδσει με ». Η φρση ατ, σν ξαφνικ φσημα καταιγδος, ναταράζει τς ψυχς τν ποστλων. ΄Εκενος μως γέρνει ριστερ τ κεφλι παλ κα κοιτζει μπρς του μ κατεβασμένα μάτια. Ολη κορμοστασι του, κίνηση τν χεριν π πνω ς κτω στα δάχτυλα, ξαναλγει μ θεία γκαρτέρηση τ πικρ λόγια· κα σιωπ του τ δυναμνει περισστερο; « Ναί, τσι εναι. Κάποιος π σς θ μ παραδώση! »

Κοντ στ Χριστ, δεξι, κθεται Ιωάννης, « μαθητής, ν Κριος γπα ». Μ τ μορφα νεανικ χαρακτηριστικ του κα τ ραα μακρι ξανθ μαλλιά, πο πέφτουν στος μους, μοιζει μ κορίτσι. Βαθι ταράχτηκε π τν ξαφνικ λγο το Κυρου· γέρνει δεξι τ κεφάλι· νώνει, κλειδνει τ χέρια· σ σ προσευχή. πνος του φανερώνεται σ μι νάταση τς καρδις πρς τν οραν. Ατ κίνηση μς νογει τν ψυχή του ν δομε μέσα. Δν εναι νθρωπος τς ποφασιστικς νεργεας· εναι π κενους πο ποκπτουν σιωπηλ στ νώτερο θέλημα· τ πολ-πολ παρακαλον ν μπορ ν μποδισθ τ κακ.

Στ πλι του κθεται οδας· μαρα σγουρ τ μαλλιά του, μαρα σν τος σκοπος του· ατς κρατε τ ταμεον, « τ γλωσσκομον εχε », κα τώρα σ’ ατ εναι νος του. Ο λγος το Χριστο φτνει ς μέσα στ συνείδησ του· τρομαγμένος, ρπζει μ τ δεξί του χρι ρμητικ τ πουγγ κα ναποδογυρίζει τν λατιέρα· τ σφίγγει δυνατ· ν, θελα, τ δεξ κνει μι σπασμωδικ κνηση, σ ν λέγη: « Τί λόγια εναι ατ; πς θα γίνη ατ; »

Πέτρος, στ λγο το Χριστο, τινχτηκε πνω, ρπζει μ τ δεξ τ μαχαρι π τ τραπέζι κα μ τ ριστερ στηρίζεται στν μο το ωννη, δείχνοντας τ Χριστ μ κφραση παρακινητικ: « Ρτησε, δελφ, τ Διδσκαλο, ποις εναι κακοργος, πο θ βλη τ χέρι πνω του; Κα θ το δεξω γ! » δ χομε τ ψ αμα· τν νθρωπο τς πρώτης ρμς· τ μαχαίρι, ς εναι κι ἀνάποδα, μ’ να ἀόριστο προασθημα, κουμπ κι λα στ πλευρ το οδα. Εναι μαθητς πο στς στιγμς το κινδνου ρπζει τ πλο.
Τοτο τ σμπλεγμα, τ πι σημαντικ, εναι τ πι τέλειο.

Τ δετερο σμπλεγμα ρχζει μ τν νδρέα. Υψνει νοιγμένες τς παλάμες, σ ν θλη ν διξη μακρι κτι τρομερ, πο δν μπορε ν τ ποφέρη. Εναι κφραση τς φρκης. Κοντ του, Ἰάκωβος νεώτερος πλνει πίσω π τ ράχη το νδρέα τ ριστερό του χρι στν μο το Πέτρου σ μι παρλληλη κίνηση. Η παλμη κα δείκτης εναι νοικτά· θέλει ν επ: « Πέτρε, ρτησε περισστερα· πς μας, ποις εναι κακοργος ». Η κορμοστασι του εναι μερη· δν εναι σν το Πέτρου· ατς ζητε πληροφορίες, χι κδίκηση· ζητε ν μάθη, χι ν τιμωρήση.
Τ σμπλεγμα ατ συμπληρώνει Βαρθολομαος, στν κρη το τραπεζιο. Εναι μνος Απόστολος, πο τν βλέπομε λκληρο. Σηκώθηκε, κομπησε τ δυ του χρια στ τραπζι κα προσλωσε τ βλμμα στν ωννη, προσέχοντας, τ θ το π Διδσκαλος. Η στση του εναι ρωτηματικ, στση νθρώπου, πο νυπομονε ν μθη κτι σοβαρ, σως πολ δυσρεστο.

ριστερ το Κυρου ταραχ γι τν προδοσα εναι μεγαλτερη. Ἰάκωβος πρεσβτερος ρχνει πσω τ κορμί του π φρκη, νογει τος βραχονές του κα χει τ βλμμα πλανές, σν ναν πο θαρρε, πς βλέπει μ τ μτια του ,τι φρικτ κουσαν τ’ ατι του. Γι’ ατν εναι φνταστα ποτρπαιο, τι νας π τ συντροφιά τους πρκειται ν προδώση τ Διδσκαλο.
Πσω π τος μους του σκύβει Θωμς. Φαίνεται μόνο τ κεφλι του κα τ δεξ του χέρι. Κοιτζοντας τν Κύριο, μ τ δείκτη ψωμένο, χει τν κφραση νθρπου, πο κτι ξρει κα ζητ ν τ π. Εναι σ ν λέγη: « Βλέπεις, Ραββί; γ τξερα· γ πντα λεγα πς θάναι κα κάποιος παλινθρωπος νμεσ μας! »
Τρτος στ σμπλεγμα εναι Φίλιππος· μι νεανική, καλοκγαθη μορφ. Σηκθηκε, σκβει πρς τν Κύριο, κουμπει τ δυ του χέρια πνω στ στθος του, σ ν λέγη: « Ν, Διδσκαλε, κοτα μέσα στν καρδι μου. Τ ξέρεις, πς εναι καθαρ. Δν εμαι γ προδτης. ! δν εμαι γώ! »

Στ τελευταο σμπλεγμα, ο τρες πόστολοι μιλον μ ταραχ γι τ φοβερό, πο κουσαν. Ο Ματθαος, συζητώντας ζωηρ μ τος δυ συντρφους του, δεχνει μ τ δυό του χρια, μ ντονη κίνηση, τν Κριο· ατ τ πλωμα το δεξιο χεριο εναι ριστοτεχνικ, γιατ ννει τ σύμπλεγμα τοτο μ τ λλο κα τ κνει ργανικ μέλος το λου. Στ πλγι του, Θαδδαος κφρζει κατάπληξη, μφιβολία, ποψα· κομπησε νοικτ τ ριστερ χέρι πάνω στ τραπζι κα ψωσε τ λλο τσι, σ ν θελε μ τ ξω το δεξιο χεριο ν κτυπση τν ριστερ παλμη. Ατ τν κίνηση τ βλέπομε στ λαό, ταν σ μι συζήτηση, πνω σ’ να προσδόκητο πιχερημα, νας φανερώνει τ δυσπιστία του λέγοντας: « Ατ δ γνεται, δερφέ, δν μπορε ν γνη. Τελεωσε! »
Σίμων, πι γέρος π’ λους, κθεται τελευταος στν κρη το τραπεζιο κα τν βλέπομε λκληρο. Πρσωπο κα κίνηση τν χεριν δείχνουν, πς εναι βαθι λυπημένος· λλ δν τν συγκλονίζει φρκη· εν’ π’ κείνους, πο δέχονται παθητικ τ κτυπματα, πο ποτσσονται στ μοιραο, νίκανοι ν σφαιρσουν σφικτ τ γρθο γι’ ντσταση.

Μυστικς Δεπνος εχε τν τραγικ τχη τν ξαιρετικ ραων πραγμτων. Λς κποια χαιρέκακη δναμη τν παραμνευε. Φση, Καιρς, « ργων χθρς », τ χμα, τ νερό, στρατιωτικ περσματα, πιδιορθματα, ο καλγεροι, κα τ πι νέλπιστο π’ λα, ατς διος καλλιτχνης συνμοσαν ν τ καταστρέψουν. Ο τοχος συνρευε μ τν κουζνα κα ταν σχημα θεμελιωμνος, τραπεζαρα χαμηλή, γμιζε σ κθε πλημμρα κα τ νερ πτιζε τος τοίχους. ργτερα κι κτηνωδα τν καλογέρων, νοιξε κα μι πρτα κατκαρδα στν τοιχογραφα κι βεβλωση γγιξε τν διο τ Χριστ.

Ντ Βντσι ννι χρνια σωστ παιδετηκε γι τ Μυστικ του Δεπνο. Δολευε κα ξαναδολευε τ ργο του, πντα δυσαρεστημνος, συχν πετώντας τ πινλο κα πλι δρχτοντάς το σν πλο, γι ν πολεμση μ τν Καιρ, σν τν Διγεν μ τ Χρο, ατς καταδκασε τ ργο του σ θάνατο. Τεχνικς ρευνες πέδειξαν, πς τ χρωματικ λικ το ζωγρφου ταν να μίγμα π μαστίχα, κερί, σως κα πίσσα, πο μοια μ τος παλαιος λληνας ζωγρφους τς γκαυστικς, τ λιωσε, τ πλωσε, τ νωσε, τ διαβθμισε μ να ζεστ σδερο, σν τ ρχαο καυτριο, τ κέστρο.

Υστερα συρε πνω στν εκνα, σ βερνίκι, να λεπτ στρμα λαδιο. Τοτο ζωρεψε τ χρματα κα τ προφλαξε κάμποσα χρνια. Άμα μως μ τν καιρ ξερθηκε τ λάδι, ττε ρχισαν τ χρώματα ν ραγίζουν κα μ τν πιδρομ τς γρασίας, πο φερνε τν μοχλα, σιγ σιγ δυνάτισαν κα σ πολλ μέρη ξαφανίστηκαν. Κα στερα λλες, πολλς πίστευτες περιπέτειες κατάτρεξαν χρνια κα χρνια τ ξοχο ριστούργημα. γινε κι ατ συντρίμμι κι πόχτησε τ θλιβερ μορφι τν ρειπίων. λλ τ ρείπια τν μεγλων πραγμάτων σκον μι μαγικ ποβολ στν ψυχ μας· στ μτια μας δεχνουν τ τραματ τους, λλ προχωρώντας πέρα π τς ασθσεις, ξυπνον τν καλλιτέχνη, πο ζ μέσα μας, μς κμνουν δημιουργος κα συμπληρνομε τ ργο στν πρτη, στν φνταστη μορφι του.
Έτσι κα στ Μυστικ Δεπνο το Ντ Βντσι. ς ξεθριασαν τ χρματ του. Τν βλέπομε κατλυτο, αἰώνιο μπρς μας. Τ δραματικ πνο, πο τν ζωντνεψε, κμη τ νιθομε στ πρσωπό μας. Δν χει τίποτε μ τν παρδοση κα τ ρουτίνα, μ τν συχη συναναστροφ τν γων τν λλων ζωγρφων. δ μσα εναι συμπυκνωμένη μι θελλα ψυχικ. Η μφιβολα, βεβαιτης, ντροπ, γκαρτρηση, δυσπιστία, γανκτηση, φρκη, ρμ γι κδίκηση, γεμίζουν μ τν λεκτρισμ τους τν τμσφαιρα. Κι λα ατ τ κατρθωσε καλλιτέχνης μ τ; Μ να κφραστικ μέσο σχεδν λησμονημένο, περιφρονημένο, τ χέρι. Λνε γι τος τυφλος, πς χουν τ μάτια τους στ δχτυλ τους· δ ο πστολοι χουν στ χέρια τους τ φων τους.

σοφς Γερμανς νθρωπολόγος Κάρολος Κρους στν περεργη « Συμβολικ το νθρωπίνου κορμιο » ξεχωρίζει τέσσερες κατηγορίες χρια: χέρια στοιχειδη - ζωδη, χρια κινητρια, χέρια λεπτοαπτικ εαισθητικ σν τ γυναικεα, κα χέρια ψυχικ.
Ψυχικ χρια εν’ ατ δ, πο νοίγουν τν ψυχ κα δείχνουν τ βυθ της. Λένε τ συγκίνησ τους σ’ λη τν ψυχικ σκλα, π τ ψιθύρισμα το πνου ς τ ξσπασμα το σπαραγμο. Κι πως καλλιτέχνης βρκε στος δρόμους, στ χέρια το λαο τ κφραστικ λικ του, φαντζομαι τ Μυστικ Δεπνο σ μι μεγάλη συμφωνα μπνευσμένη π λαϊκ μοτβα, μ τόνους μελωδικος γεμτους δκρυα κα πίστη, μι πολύφθογγη κατανυκτικ ρμονα, πο ν κλαίη συγκρατημένα φωναχτ, πο νάχη μέσα της κα στεναγμ κα βογγητ κα πνιγμένο λυγμ κα σιωπηλ θρνο κα λοφυρμ κα κραυγ φρίκης κι λα αύτ ν’ νεβανουν ελαβητικ ψηλ, λο πι ψηλ, ς τν αθέρια γαλνη το Θεανθρώπου!


*  Περιοδικόν « Νέα Εστία », Α΄ τ. 2
    1η Μαΐου 1927













Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου