Τρίτη 29 Μαΐου 2012

"Τρίτη, 29 Μαΐου 1453"




Αποσπάσματα από το Χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή ή Φραντζή, Έλληνα αξιωματούχου που έζησε, σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο, όλη την ιστορία της Άλωσης.

*  Εκδόθηκε στην Κέρκυρα το έτος 1477.

Από τον λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου:

«. . . . . . 
Γνωρίζετε βέβαια καλά αδελφοί, ότι για τέσσερα πράγματα οφείλουμε από κοινού να προτιμήσουμε περισσότερο να πεθάνουμε παρά να ζούμε. Πρώτα για την πίστη μας, δεύτερον για την πατρίδα, τρίτον για τον βασιλιά σαν χρισμένο κύριό μας και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους.
 
Λοιπόν αδελφοί, αν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε ως τον θάνατο για το καθένα από τα τέσσερα αυτά, πολύ περισσότερο για όλα μαζί, καθώς όπως ολοφάνερα το βλέπετε, όλα πρόκειται να τα στερηθούμε. 

Αν για τα δικά μου πλημμελήματα παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, εμείς αγωνιζόμαστε για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός με το δικό του αίμα μας χάρισε. Κι αν ακόμα κερδίσει κάποιος όλον τον κόσμο και χάσει την ψυχή του, ποιο το όφελος; Δεύτερον, με τον ίδιο τρόπο θα χάσουμε την περίφημη πατρίδα και την ελευθερία μας. Τρίτον, θα χάσουμε και τη βασιλεία, την κάποτε περίλαμπρη και τώρα ταπεινωμένη και ντροπιασμένη και αποδυναμωμένη και θα εξουσιάζεται η χώρα από έναν τύραννο ασεβή. Τέλος, θα στερηθούμε και τα πολυαγαπημένα μας παιδιά, και τις συζύγους μας και τους συγγενείς μας».
………..
Και αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά πως το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Αν όχι, σας περιμένει στον ουρανό αδαμάντινο στεφάνι και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».

Με αυτά τα λόγια τελείωσε τη ομιλία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς τον Θεό, ενώ όλοι με ένα στόμα, του αποκρίνονταν κλαίγοντας: «θα πεθάνουμε μαζί σου για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας». Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και αφού τους ευχαρίστησε θερμά, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”, θα αντιμετωπίσουμε τον εχθρό μέχρι τέλους, όποιο και να είναι αυτό».

 

Μετά τον λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τους παρευρισκομένους και τους ζήτησε να τον συγχωρέσουν αν ποτέ τους έβλαψε σε κάτι. Και όλοι, Βενετοί, Γενουάτες, Έλληνες ενωτικοί και Έλληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο ξέροντας ότι ζουν τις τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δε θα τρέξουν να σώσουν τις οικογένειές τους ή τις περιουσίες τους, αλλά θα αγωνίζονταν για την πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα με τον Pears, οι μαχητές που πήγαν στο εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τις πύλες του εσωτερικού τείχους πίσω από την περίβολο, ώστε να είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Και από πέτρα να ήταν κάποιος, γράφει ο Φραντζής, δεν θα ήταν δυνατό να μη δακρύσει στους τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: "Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται."

Τότε τελείως αυθόρμητα, συνέβη μία τραγική και απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε να συρρέει προς την Αγία Σοφία, την οποία είχαν εγκαταλείψει μετά την κοινή λειτουργία με τους καθολικούς που είχε γίνει στις 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί με τον βασιλιά, την αριστοκρατία και τον κλήρο, τέλεσαν την τελευταία λειτουργία, στις 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι για τη σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία που κατασκευάστηκε ποτέ, ζούσε την αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας που πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες, μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ, θα αντηχούν αιώνια στην ελληνική ψυχή.

Tο τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος, μαζί με τον αχώριστο σύντροφό του Φραντζή, έκαναν επιθεώρηση στα τείχη, προσπαθώντας να εντοπίσουν τα αδύνατα σημεία των ρηγμάτων και να εμψυχώσουν τους άγρυπνους σκοπούς. Αργά τη νύκτα χώρισαν και δεν έμελλαν να ξαναδούν ο ένας τον άλλον. Στο στρατόπεδο του κατακτητή τα φώτα όλα ήταν σβησμένα και όλοι περίμεναν το σύνθημα της επίθεσης. Τη σιωπή τη συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη, η οποία σύμφωνα με τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε την πτώση της πόλης.


Η έσχατη επίθεση άρχισε τις πρώτες πρωϊνές ώρες, τη νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου προς την Τρίτη 29 Μαΐου, προς όλα τα σημεία των τειχών και από τη στεριά και από τη θάλασσα. Η κύρια βέβαια έφοδος έγινε στην κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού και την Πύλη της Αδριανουπόλεως, εκεί που το εξωτερικό τείχος είχε καταρρεύσει τελείως, οι τέσσερις πύργοι είχαν κατεδαφισθεί και στην θέση τους βρίσκονταν ένα αυτοσχέδιο πλέγμα από δοκάρια, κλαριά και βαρέλια γεμάτα με χώμα και πέτρες. "Αλλάχ αλλάχ λαχιλαλλάχ" κραύγαζαν οι επιτιθέμενοι την ώρα πού ορμούσαν στα τείχη. "Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια" απαντούσαν οι αμυνόμενοι από το πάνω μέρος των τειχών, την ώρα που εκσφενδόνιζαν σύννεφα από βέλη και πέτρες και έριχναν καυτό λάδι και υγρό πυρ στους βαρβάρους.

Πολλές διηγήσεις έχουν διασωθεί για το χρονικό της επίθεσης, εκείνη όμως πού θεωρείται η πλέον αξιόπιστη είναι του Βενετού Nicolo Barbaro, σύμφωνα με τον οποίο, ο Μεχμέτης διαίρεσε τον στρατό του σε τρία σώματα, το κάθε ένα αποτελούμενο από πενήντα χιλιάδες άντρες. Το πρώτο σώμα αποτελείτο από Χριστιανούς και από άτακτους μουσουλμάνους βαζιβουζούκους, οι οποίοι πολεμούσαν χωρίς οπλισμό και θωράκιση, παρά μόνο με ένα γιαταγάνι στο χέρι. Το δεύτερο σώμα αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα με θωράκιση και το τρίτο από τους επίλεκτους, μεταξύ των οποίων οι τρομεροί γενίτσαροι, που ξεχώριζαν από τα λευκά σαρίκια.

Οι άτακτοι λοιπόν επιτέθηκαν πρώτοι, πέρασαν την τάφρο και με εκατοντάδες σκάλες επιχείρησαν να ανέβουν στα τείχη. Βέλη, ακόντια, πέτρινες και μολυβένιες σφαίρες έριχνε ο ένας αντίπαλος στον άλλο, χρησιμοποιώντας τόξα, σφενδόνες, τουφέκια και άλλα πολεμικά όπλα της εποχής.
Οι Έλληνες και οι Ιταλοί πολεμούσαν σαν λιοντάρια και ιδιαιτέρως ο Ιουστινιάνης και ο Αυτοκράτορας, οι οποίοι κρατούσαν το πιο αδύνατο σημείο στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Το μόνο πού κατάφερε το πρώτο κύμα της εφόδου, ήταν να κουράσει τούς αμυνόμενους και στο τέλος αποδεκατίσθηκε. Ύστερα από δύο ώρες, ο σουλτάνος επέτρεψε στους επιζώντες να υποχωρήσουν. Άλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της εφόδου: να κουραστούν οι αμυνόμενοι και να αποδεκατιστούν οι άτακτοι και οι τυχοδιώκτες. Αργότερα με το πρώτο λυκαυγές, όρμησε το δεύτερο κύμα του τακτικού στρατού, άριστα εξοπλισμένο, οι οποίοι δεν είχαν ανάγκη από τσαούσηδες να τους παρεμποδίζουν την υποχώρηση, γιατί αυτοί οι γενναίοι μαχητές δεν υποχωρούσαν, αλλά θεωρούσαν τιμή τους να πεθάνουν για τον σουλτάνο και τον Αλλάχ.


Άντεξαν και το δεύτερο τρομερό κύμα εφόδου οι Ρωμιοί, οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Όλοι οι αμυνόμενοι διακρίθηκαν και περισσότερο, σύμφωνα με τον Σλουμβερζέ, οι τρεις Ιταλοί αδελφοί Boccardi και οι αρχηγοί Τρεβιζάνος καί Minotto, που μάχονταν στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Και ίσως αυτό να ήταν το κρισιμότερο σημείο της μάχης. Η Πόλις άντεχε, κανένας Τούρκος δεν είχε καταφέρει να περάσει το σταύρωμα και τα τείχη και ο σουλτάνος αγανακτούσε με την αποτυχία. Άρχισαν να χαμογελούν οι αμυνόμενοι, παρά την κούραση και την αϋπνία που τους είχαν εξαντλήσει.

Ο Μωάμεθ, αν και είχε χάσει την ψυχραιμία του, βλέποντας πλήθος τους νεκρούς των στρατιωτών του, οργάνωσε αμέσως την τρίτη έφοδο. Πλησίασε τους γενίτσαρους, τους εξόρκισε να πολεμήσουν για την πίστη τους και το πρωί πλέον της 29ης Μαΐου, όπου ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει, όρμησε το τρίτο κύμα κατά των τειχών. Και ενώ μαίνονταν η μάχη στην περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού τείχους, ο Θεός, όπως λέει και ο Βενετός ιστορικός, είχε πάρει την απόφασή του. Εκεί που το χερσαίο τείχος πλησίαζε προς τον Κεράτιο Κόλπο, κοντά στο Παλάτι του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μια μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από το επίπεδο του εδάφους και λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σε ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τα τείχη. Επειδή λοιπόν είχε φέξει, οι Γενίτσαροι πού τριγύριζαν στην περίβολο παρατήρησαν την ανοικτή πύλη και αμέσως πενήντα από αυτούς εισέβαλλαν στην πόλη. Αφού εύκολα εξουδετέρωσαν όσους μάχονταν πάνω στα τείχη, πέταξαν τις σημαίες με τον Δικέφαλο Αετό και το Λεοντάρι του Αγίου Μάρκου και έστησαν μπαϊράκια με την ημισέληνο. Οι διψασμένοι για λάφυρα Οθωμανοί αμέσως έτρεξαν στη Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμί) και τη λεηλάτησαν, ενώ κατέστρεψαν και την περίφημη εικόνα της Οδηγήτριας, το παλλάδιο της Θεοφύλακτης Πόλης, που είχε σχεδιάσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. "Η Πόλις Εάλω" αντήχησε από στόμα σε στόμα, σπέρνοντας τον πανικό στις ψυχές των Ελλήνων.

Την ίδια στιγμή στο σημείο της Πύλης του Ρωμανού, όπου συνεχιζόταν η μάχη σώμα με σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα και να αποσυρθεί στη γαλέρα του για να γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τον ικέτευσε να παραμείνει στο πεδίο της μάχης, αλλά ο Γενοβέζος επέμεινε και έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς Ιταλούς μαχητές. Κατόρθωσε να φτάσει στο καράβι του, όπου πέθανε πλέοντας προς στη Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τον Ιουστινιάνη για την ατολμία της στιγμής, η οποία ήταν η αιτία να κλονιστεί η άμυνα σε εκείνο ακριβώς το σημείο και οι Τούρκοι να εισβάλλουν στο εσωτερικό της Πόλης. Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε την αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τα ερυθρά πέδιλα με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, γύρισε στον Καντακουζηνό και του είπε: "Υπάγωμεν πρός τόν θάνατο," ενώ κατά άλλους είπε: "Γίνεται εγώ να είμαι ζωντανός και η Πόλις να έχει κυριευτεί;" Ακολουθούμενος από τους πιστούς του: Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Φραγκίσκο από το Τολέδο της Γρανάδας, όρμησε στο πλήθος των βαρβάρων και εχάθη μαχόμενος σαν απλός στρατιώτης, το πρωί της 29ης Μαΐου, ημέρα Τρίτη.



Ο πρώτος Τούρκος που θα ανέβαινε στο τείχος, θα κέρδιζε τη μεγαλύτερη αμοιβή από τον σουλτάνο και ήταν ένας γενίτσαρος με το όνομα Χασάν. Ο Χασάν ήταν γεννημένος Έλληνας από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας, αλλά είχε την τύχη των παιδιών που τα άρπαζαν οι Οθωμανοί και τα στρατολογούσαν στο σώμα των γενιτσάρων. Έλληνας λοιπόν παρέδωσε την Πόλη στον σουλτάνο και πρέπει να ξέρουμε ότι όσους ήρωες γέννησε αυτός ο τόπος, άλλους τόσους και ίσως περισσότερους προδότες γέννησε και συνεχίζει να γεννά. Ο Ίμβριος Κριτόβουλος, ο γραμματέας του σουλτάνου, αφηγείται:

"Οι μαχητές μπαίνουν στην πόλη από το κατεστραμμένο τείχος και σκοτώνουν όλους τους Ρωμιούς που μάχονταν να τους απωθήσουν. Εξοργισμένοι από τις τόσες μέρες της πολιορκίας, ορμούν στα σπίτια και κατασφάζουν όσους βρίσκουν, άντρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς να λυπηθούν κανέναν. Κατά ομάδες κινούνται κατά των πλουσίων οικιών και κατά των εκκλησιών, όπου ελπίζουν να βρουν θησαυρούς, λεηλατώντας, φονεύοντας, βρίζοντας και αρπάζοντας αιχμαλώτους. Το θέαμα ήταν τρομερό και ελεεινό πέραν πάσης φαντασίας, βλέποντας να τραβούν από τα μαλλιά παρθένες, οι οποίες δεν είχαν βγει ποτέ από τα σπίτια τους, ευγενείς κυρίες, καλόγριες που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον Θεό και να τις βιάζουν σαν άγρια θηρία. Τους γέροντες τους τρυπούσαν με τα ξίφη, όπως και τα μωρά που άρπαζαν από την αγκαλιά των μανάδων τους.

Και τι να πει κανείς για την σύληση και αρπαγή των ιερών εικόνων και άλλων αντικειμένων από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια; Τα ιερά άμφια πετάγονταν στην πυρά ή με αυτά έντυναν τα άλογά τους και ενώ έπιναν την Θεία Κοινωνία, θρυμμάτιζαν τους μαρμάρινους τάφους και σκύλευαν τους νεκρούς, πετώντας προς όλες τις κατευθύνσεις τα οστά τους. Τα βιβλία και τα πονήματα των φιλοσόφων πετάγονταν στην πυρά ή καταπατούνταν. Οι δε Ρωμιοί που μάχονταν στα άλλα μέρη του τείχους, βλέποντας πίσω τους τον εχθρό να καταφθάνει, έπεφταν κάτω από τα τείχη."
Αντίστοιχη είναι και η αφήγηση του Φρατζή, σύμφωνα με τον οποίο δεν φαινόταν το χώμα από τις αμέτρητες σωρούς των νεκρών, οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε ποτάμια αίματος και η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε χώρο θυσίας και μαρτυρίου:
Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία γκρεμίζονταν, ενώ σφάζονταν οι τελευταίοι κάτοικοι της. Σύμφωνα με τους νόμους του Ισλάμ, η πόλη ήταν στο έλεος των εισβολέων για τρεις μέρες και τρεις νύκτες, προτού παραδοθεί στον σουλτάνο. Ο Γάλλος ιστορικός Σλουμπερζέ, στο βιβλίο του για την άλωση που έγραψε το 1914 και στο οποίο στηρίχθηκε η αφήγηση αυτή, εκδήλωνε την ευχή οι νίκες των Ελλήνων κατά τούς Βαλκανικούς πολέμους, να αποτελέσουν, παρά την αντίδραση των Ευρωπαίων, εκδίκηση για τη μεγάλη εκείνη συμφορά. Δυστυχώς, η ευχή του δεν πραγματοποιήθηκε τότε.

Εν τω μεταξύ οι δερβίσηδες, κατακερμάτιζαν επί πολλές ώρες τους μαρμάρινους τάφους των αυτοκρατόρων και των Πατριαρχών, ενώ οι εισβολείς οργανωμένοι σε συμμορίες, σε κάθε σπίτι που κατελάμβαναν ύψωναν και μια σημαία με την ημισέληνο για να μην πλησιάσουν άλλοι ομόφυλοι τους. Ο Barbaro αναφέρει ίσως τον υπερβολικό αριθμό των διακοσίων χιλιάδων σημαιών ότι ανυψώθηκαν στα σπίτια που είχαν καταληφθεί. Οι Ιταλοί έτρεχαν προς τις γαλέρες τους στον Κεράτιο για να σωθούν και οι περίφημοι αδελφοί Boccardi, έφιπποι κατόρθωσαν να σκοτώσουν πολλούς Τούρκους καθ' οδόν προς τη σωτηρία τους. Όλοι οι ναύτες του ναυάρχου Χαμουζά, παράτησαν τα πλοιάρια τους και έτρεξαν να λεηλατήσουν την πόλη, γεγονός που επέτρεψε σε πολλούς Ιταλούς να διαφύγουν με τα πλοία τους, αφού εξουδετέρωσαν τη μεγάλη αλυσίδα που τους έφραζε την έξοδο από τον κόλπο του Χρυσού Κέρατος, όπως αλλιώς λεγόταν ο Κεράτιος κόλπος. Μεταξύ των Ιταλών που σώθηκαν ήταν ο Φλωρεντίνος ιστορικός Tetaldi, ο Βενετός πλοίαρχος Δολφίνος, ο Βενετός ιστορικός Nicolo Barbaro, ο Ιερώνυμος Μοροζίνι και άλλοι.

Οι μόνοι υπερασπιστές που δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια, ήταν οι Κρήτες ναύτες που υπερασπίζοταν τον πύργο του Βασιλειόυ Β' στην Ωραία Πύλη, (Μπαχτσέ Καπουσί) κοντά στην έξοδο του Κεράτιου. Αυτούς τελικά ο Μωάμεθ τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Πολλοί Έλληνες κλείστηκαν στον ναό της Αγίας Σοφίας αλλά και στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, που γιόρταζε και ήταν στολισμένη με τριαντάφυλλα (Γκυλ Τζαμί, γκυλ σημαίνει τριαντάφυλλο), με την ελπίδα ότι σύμφωνα με την παράδοση, Άγγελος με τη ρομφαία του θα εμπόδιζε τούς άπιστους να μπουν μέσα στον ναό. Αλλά κανένας δεν εμπόδισε τούς Οθωμανούς να μπουν στις εκκλησίες που ήταν κατάμεστες από κόσμο και να σκορπίσουν τον τρόμο, την ατίμωση και τελικά τον θάνατο. Ξεγύμνωναν τις γυναίκες, τις βίαζαν πάνω στα πλακόστρωτα δάπεδα των εκκλησιών και όσες έφερναν αντίσταση, τους συνέτριβαν το κεφάλι πάνω στα πλακάκια. Τα αγόρια και τα κορίτσια, τα μάζευαν στις πλατείες για να τα πωλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς καί της Συρίας. "Να σκοτώνετε τους γέροντες και να αρπάζετε τα παιδιά" ήταν η παραγγελία των χοτζάδων στους μαχητές του Ισλάμ, σύμφωνα με τον Άραβα ιστορικό Saad-ud-din.

Ο ανώτερος κλήρος της Bασιλεύουσας, βρισκόταν στην Αγία Σοφία. Οι ιερείς είχαν φορέσει τα επίσημα άμφια, μήπως και προκαλέσουν τον οίκτο των εισβολέων και τελούσαν λειτουργία την ώρα της εφόδου. Φυσικά επειδή οι περισσότεροι ήταν γέροντες κατασφάxτηκαν, αλλά η μνήμη του λαού μας διατηρεί τον μύθο ότι ένας ιερέας πήρε το Άγιο Δισκοπότηρο, χάθηκε πίσω από τον τοίχο, και θα επανέλθει να συνεχίσει τη Θεία Λειτουργία, όταν Ορθόδοξος βασιλιάς εισέλθει ελευθερωτής στην Αγία Σοφία. Τα άπειρα βιβλία της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης έγιναν στάχτη. Aς σημειωθεί ότι απαγορεύονταν επί ποινή θανάτου, να εισέρχεται κανείς με αναμμένο κερί στο εσωτερικό της, στο οποίο βρίσκονταν πολλοί αρχαίοι πάπυροι, σπάνια χειρόγραφα, Ευαγγέλια και άλλα θεολογικά και επιστημονικά συγγράμματα και όλος ο πνευματικός πλούτος της Αρχαίας και Βυζαντινής Γραμματείας. 

Πενήντα χιλιάδες υπολογίστηκαν οι νεκροί της άλωσης και άλλοι τόσοι οι αιχμάλωτοι, από τους οποίους προσδοκούσαν οι δεσμώτες τους λύτρα. Από τετρακόσια παιδιά εστάλησαν ως λάφυρα στον χαλίφη της Βαγδάτης, της Μπαρμπαριάς (Αιγύπτου), της Τύνιδας και της Γρανάδας. Ο βάϊλος της βενετικής συνοικίας Ιερώνυμος Minotto και ο βενετός ευαπατρίδης Καταρίνος Κονταρίνι αποκεφαλίστηκαν. Ομοίως ο Ισπανός Πέτρος Ιουλιανός με τον γιο του, είχαν την ίδια τύχη. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Ρωμιός στην καταγωγή, φόρεσε τα ρούχα κάποιου νεκρού ζητιάνου και κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι Τούρκοι όταν βρήκαν το πτώμα με τα ρούχα του καρδινάλιου, έκοψαν το κεφάλι και το περιέφεραν στην πόλη κραυγάζοντας ότι σκότωσαν τον απεσταλμένο του πάπα. Ο ιστορικός Φρατζής συνελήφθη και απελευθερώθηκε μετά από την καταβολή λύτρων. Ο δεκαπεντάχρονος όμως γιος του και η δεκατετράχρονη κόρη του, αγοράστηκαν από τον σουλτάνο. Η κόρη του πέθανε μετά από λίγο διάστημα από τις κακουχίες και ο γιος του που δεν υπέκυψε στις ανώμαλες ορέξεις του Μωάμεθ, σκοτώθηκε από τον ίδιο τον πορθητή.

Η χειρότερη ίσως μοίρα περίμενε τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος σημειωτέον ήταν ανθενωτικός. Αρχικά ο Μωάμεθ τον μεταχειρίσθηκε με επιείκεια, ακριβώς επειδή ήταν αντίθετος με την ένωση των εκκλησιών. Όμως ο ακόλαστος νεαρός ηγεμόνας είχε μάθει ότι ο Νοταράς είχε μια πολύ όμορφη κόρη την Άννα. Έστειλε λοιπόν τον αρχιευνούχο του, να του τη φέρει. Η Άννα όμως είχε καταφέρει να διαφύγει, και μάλιστα πήγε στη Βενετία, όπου έζησε μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Ο σουλτάνος τότε εκνευρισμένος, ζήτησε να του φέρουνε τους νεαρούς γιους του Νοταρά. Ο τελευταίος αρνήθηκε και δόθηκε τότε η διαταγή να αποκεφαλιστούν και οι τρεις. Ο τελευταίος πρωθυπουργός του Βυζαντίου, ζήτησε από τον δήμιο να σκοτώσει πρώτα τα παιδιά του και μετά αυτόν, φοβούμενος μήπως αλλαξοπιστήσουν τελευταία στιγμή. Έτσι ο άτυχος πατέρας, αφού είδε τα κεφάλια των παιδιών του να πέφτουν στο έδαφος, προσευχήθηκε και έγειρε το κεφάλι του κάτω από το ξίφος του δήμιου.
Ο Μωάμεθ ο κατακτητής μπήκε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη και έφτασε στον ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί κάλεσε έναν ιμάμη και τον διέταξε να ανέβει στον άμβωνα και να αναγνώσει το σύμβολο της μωαμεθανικής πίστης. Αυτός στράφηκε προς τη Μέκκα και προσευχήθηκε. Από εκείνη τη στιγμή ο μεγαλοπρεπής ναός του Ιουστινιανού, το σύμβολο της Ορθοδοξίας, μετατρεπόταν σε τζαμί, όλος ο πλούτος των μωσαϊκών και των τοιχογραφιών θα καταστρέφονταν, ενώ η Βασιλεύουσα, το καμάρι των Ρωμιών, θα μετονομαζόταν σε Istanbul.



Σώπασε κυρά Δέσποινα


Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.

Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη.

Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν.

Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες
«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι»

*  http://www.agiasofia.com/greek/alosis2.html












Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου