Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

06. "TAKVA"







Takva: A Man’s Fear of God [Τουρκία - 2006]


Ο ισλαμικός όρος Takva ή Taqwa, που προέρχεται από το εβραϊκό Tikvah και σημαίνει ελπίδα, αναφέρεται στο φόβο του Θεού, τη σταθερή πίστη και την τήρηση των εντολών του Αλλάχ.

Η σημαντική αυτή ταινία, σκηνοθετημένη από τον Ozer Kiziltan, μας παρουσιάζει με πολύ ρεαλισμό την ιστορία ενός ήσυχου, μοναχικού ανθρώπου, που αγωνίζεται να σώσει την ψυχή του στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη. Με πρωταγωνιστή τον Erkan Can, η ταινία τιμήθηκε με διεθνείς διακρίσεις στο Τορόντο, στο Σεράγιεβο, στη Νυρεμβέργη και στη Γενεύη, καθώς και με το βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2007.



Ο Muharrem ένας μεσήλικας Τούρκος, ζει μόνος σε μια φτωχογειτονιά της Πόλης στο παλιό σπίτι των γονιών του. Κρεμασμένες στον τοίχο οι φωτογραφίες τους, τον συντροφεύουν και τον εποπτεύουν συνάμα στη σιωπηλή μοναξιά του. Τίμιος και ευσυνείδητος, εργάζεται όλη μέρα σε έναν έμπορο σακιών και συμμετέχει τακτικά στις τελετουργικές συνάξεις για προσευχή, της τοπικής Σουφικής κοινότητας. Όλοι τον εκτιμούν για τη σοβαρότητα και την ευσέβεια του.

Οι μέρες του μοιάζουν ήρεμες, προγραμματισμένες, περιχαρακωμένες όπως και ο ίδιος με αυστηρότητα, μακριά από τον κόσμο και τους πειρασμούς του, που όμως βρίσκουν τις νύχτες κάποιες αφύλακτες διόδους, τρυπώνουν αυθαίρετα στα όνειρα του και τον αναστατώνουν.

Με πολλή προσοχή ο Κιζιλτάν, αποφεύγει να διευρύνει με περιττές εξωτερικές σκηνές τη λιτή εσωστρέφεια του Μουχαρέμ, εστιάζοντας στις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει να κρατηθεί ταπεινός στον παραδοσιακό τρόπο ζωής του, που αποτελεί και την ασπίδα προστασίας του.     

Όμως ο καθένας έχει κάποια αδύνατα σημεία, γνωστά ή συγκεχυμένα, στην οχύρωση της ψυχής του. Πόσο έτοιμος μπορεί να βρεθεί, όταν φθάσει η στιγμή να αντιμετωπίσει το άλλο πρόσωπο της κοινωνίας μας;



Ο Άρχοντας (Ηγούμενος, πνευματικός) της Μονής των Σούφι που τον εκτιμά ιδιαίτερα, αποφασίζει να του αναθέσει την είσπραξη των ενοικίων από τα ακίνητα που διαθέτει η Μονή και που χρηματοδοτούν τις σχολές της. Ο σκοπός φυσικά είναι ιερός και παρά τις επιφυλάξεις του ο Μουχαρέμ, δέχεται τελικά παράλληλα με τη δουλειά του, να αναλάβει και τα νέα του καθήκοντα. Η αναγνώριση της ακεραιότητας του χαρακτήρα του, είναι γι’ αυτόν μια μεγάλη ικανοποίηση, αλλά έχοντας συνηθίσει να ζει στην αφάνεια της μοναχικότητας του, η αναγνώριση αυτή του δημιουργεί δικαιολογημένα αμηχανία και ανησυχία.

Η ζωή του Μουχαρέμ σύντομα αλλάζει. Μεταφέρει λίγα πράγματα από το σπίτι του, για να εγκατασταθεί σε ένα κελί στη Μονή, σύμφωνα με την επιθυμία του Άρχοντα.  Σαν επίσημος εισπράκτορας των ενοικίων της Μονής θα πρέπει να έχει εμφάνιση ανάλογη με τη θέση του. Του προμηθεύουν κοστούμια, καινούργιο ρολόι, κινητό τηλέφωνο, του διαθέτουν ακόμα και αυτοκίνητο με οδηγό για τον μεταφέρει όπου πρέπει. Κινείται πια σε όλη την πόλη, σε καινούργια κτίρια, σε μοντέρνα καταστήματα, συναντιέται με σημαντικούς ανθρώπους, όπως άλλωστε σημαντικός είναι τώρα και ο ίδιος.

Είναι ελεύθερος να διώχνει ενοικιαστές που ο ίδιος δεν τους εγκρίνει, μπορεί να μην εισπράξει ακόμα κάποια ενοίκια, αν αναλάβει την ηθική ευθύνη της μείωσης των εσόδων της Μονής. Ο Άρχοντας σχεδιάζει ακόμα να τον παντρέψει με την κόρη του, αλλά ο συνεσταλμένος Μουχαρέμ μη γνωρίζοντας ποια νύφη του προόριζαν, αρνείται στον βοηθό του Άρχοντα την προοπτική ενός γάμου, αφού έχει αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό. 

Ο νέος τρόπος ζωής του ωστόσο, με την εξουσία που του παρέχει η ξαφνική διεύρυνση του κοσμικού του ορίζοντα, τον τροφοδοτεί παράλληλα με καταιγισμό ερεθισμάτων. Διαποτίζει σιγά-σιγά την απαίδευτη σεμνότητα της καρδιάς του και την αλλοιώνει, εισχωρεί στην ψυχή του και κλονίζει τις αδύναμες αντιστάσεις του. Όταν αισθανόταν ταπεινός, διατηρούσε πάντοτε την ηρεμία του.

Τώρα γίνεται οξύθυμος, απότομος, επιθετικός. Αντιλαμβάνεται ενοχλημένος τη σημασία που δίνουν στο χρήμα, άνθρωποι τους οποίους εξακολουθεί να σέβεται. Εκείνος, τι θα πρέπει να κάνει; Να τους καταδικάσει στη συνείδηση του ή να υιοθετήσει τις πρακτικές τους; Δέχεται μια συντονισμένη και πολύπλευρη δαιμονική επίθεση, χωρίς να έχει τον χρόνο να επεξεργαστεί τα ηθικά του διλήμματα.



Μέσα στη μικρή αυτή ιστορία του Μουχαρέμ, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει τον πόλεμο και τις μεθόδους του Σατανά, ίδιες παντού σε όλο τον κόσμο. Πώς καταφέρνει να παγιδεύσει δόλια όσους επιχειρούν να συμμετάσχουν στην «περιπέτεια» της ζωής με τους όρους του Θεού, ανέτοιμοι όμως εσωτερικά, χωρίς να έχουν συνείδηση των αδυναμιών τους και χωρίς να αφήνονται με εμπιστοσύνη στα χέρια Του.

Γιατί ο Θεός περιμένει να επιστρέφουμε από τις ανόητες περιπλανήσεις μας, συγκλονισμένοι από τη χαρά του γυρισμού μας, να Τον αναζητούμε με όλη μας την καρδιά, τρέχοντας με λαχτάρα στους δρόμους που ο ίδιος μας χαράζει για να Τον συναντήσουμε και όχι να μεριμνούμε για τη σωτηρία μας φοβισμένοι, αναδιπλωμένοι νευρωτικά στον εαυτό μας, προσπαθώντας με καταναγκασμούς να αποφύγουμε παγίδες και κακοτοπιές. Σέβεται απόλυτα την πνοή ελευθερίας που μας εμφύσησε, γι’ αυτό και μας θέλει γενναίους στις αποφάσεις και στις ενέργειες μας.

Αντίθετα ο Σατανάς παραβιάζει την ελευθερία μας σε κάθε ευκαιρία που εμείς του παρέχουμε, υποκαθιστώντας την αδύναμη πίστη μας με κοσμικές επιθυμίες και βιοτικές επιταγές. Μας υποβάλλει χίλιες αιτίες για να νιώθουμε ανικανοποίητοι, δυσθυμικοί, στερημένοι και ανασφαλείς ή αυτάρκεις και εγωκεντρικοί, αδικημένοι, προσβεβλημένοι ή απειλούμενοι.

Μας εξωθεί με κατάλληλα σκηνοθετημένες καταστάσεις, στη λήθη των αποφάσεων μας και με εσωτερικές παρεμβάσεις στο χλιαρό συναίσθημα και στην αυτάρεσκη λογική μας, υποκαθιστά και υποβιβάζει την προσωπικότητα μας. Και όταν κάποτε πορευόμαστε με ενθουσιασμό προς τον Θεό, θα πρέπει να αναμένουμε τα ανάλογα εμπόδια, που έχουν τελικό σκοπό να ματαιώσουν τις προσπάθειες μας.



Ο Μουχαρέμ είναι ο καθημερινός επιφυλακτικός άνθρωπος, που διστάζει να συναντήσει τον Θεό στις καρδιές των συνανθρώπων του, στον παλμό του κόσμου που τον περιβάλλει, στη χαρά της συμμετοχής του στη ζωή.

Στα όνειρα του εισβάλλουν εικόνες λαγνείας και αίματος. Τα όνειρα, αποκαλύπτουν ανάγλυφα κάποιες φορές τον εσώτερο ψυχισμό μας. Ο Άρχοντας, θα μπορούσε να του δώσει τις συμβουλές του, όμως βρίσκεται για σαράντα μέρες σε άσκηση απομόνωσης.  Απομακρυσμένος και ο Μουχαρέμ από τις συνήθειες τόσων χρόνων που τον κρατούσαν σταθερό στην τήρηση των εντολών του Θεού, εκτεθειμένος σε καινούργιες εικόνες και παραστάσεις  που διαβρώνουν την πίστη του, δεν έχει που να στραφεί για βοήθεια, είναι πια «ώριμος» να δεχτεί το καίριο διαβολικό χτύπημα.

Ο Κιζιλτάν, θέλει να είναι ιδιαίτερα σαφής στο σημείο αυτό. Προσωποποιεί το «κακό», που σαν πελάτης εργολάβος οικοδομών, απευθύνεται στον Μουχαρέμ για να αγοράσει σακιά. Εκείνος, σε μια μοιραία άχρονα σκληρή στιγμή, με τη βούληση μουδιασμένη και αδρανή, με τη σκέψη μετεωρισμένη και την καρδιά του ψυχρή, τον εξαπατά ζητώντας του ένα υπερβολικό ποσό.

Ο εργολάβος το πληρώνει χωρίς αντιρρήσεις και του διευκρινίζει συνωμοτικά πως τα σακιά ήταν απλά μια πρόφαση για να τον πλησιάσει. Η φήμη του τάχα για την ευσέβεια του, έχει απλωθεί σε όλη την πόλη. Και βέβαια το πλησίασμα έγινε, η ωμή και άνομη συνδιαλλαγή πραγματοποιήθηκε Στόχος του «πελάτη», ήταν ασφαλώς η ευσέβεια του... 

Το αμάρτημα, περιθωριοποιεί τον Μουχαρέμ σε θέση παρατηρητή.
Καταρρακωμένος, παρακολουθεί τον εαυτό του να ενεργεί με μια ξένη βούληση, πράξεις που πάντοτε ο ίδιος καταδίκαζε. Κατακλυσμένος από τύψεις προσπαθεί να απαλλαγεί από τα επιπλέον χρήματα, για να μην εκτεθεί, να μην υποψιαστεί κανείς ότι ίσως κλέβει από τα ενοίκια της Μονής. Προσπαθεί να προσευχηθεί, αλλά η σχέση του με τον Θεό έχει πια κλονισθεί.


Η μόνη βοήθεια που θα μπορούσε να έχει, θα ήταν η προσευχή. Όμως η προσευχή για να εισακουσθεί από τον Θεό, θα πρέπει να καταθέτεται στα πόδια Του με την απλότητα της εμπιστοσύνης, με την αμεσότητα της αγάπης και με τη βαθιά και σεμνή υπευθυνότητα της ταπεινοφροσύνης. Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει πια για τον Μουχαρέμ. Μια «μοιραία στιγμή», ήταν αρκετή για να στιγματίσει για πάντα τον αυτοσεβασμό του.

Ο «εργολάβος» επανέρχεται μαζί με άλλους δύο «φίλους» του που επιθυμούν επίσης να τον γνωρίσουν, με το πρόσχημα και πάλι να αγοράσουν όλοι σακιά, σε όποια τιμή τους ζητήσει. Νιώθει παγιδευμένος, σε απόλυτο αδιέξοδο. Η κατά μέτωπο αυτή επίθεση που εκβιάζει και πάλι τη συνείδηση του, τον βρίσκει τελείως απροετοίμαστο. Ίσως είναι η δίκαιη τιμωρία του. Οφείλει να την υποστεί.

Πετάγεται έξω στον δρόμο, στην καταρρακτώδη βροχή, απελπιστικά μόνος, δραματικά αβοήθητος. Δεν υπάρχει σημείο να κρυφτεί, ούτε τρόπος να ξεφύγει από το αβάσταχτο βάρος της ενοχής του.



Το επόμενο σατανικό χτύπημα, θα αποτελέσει και τη χαριστική βολή. Βλέπει μπροστά του ολοζώντανη τη γυναίκα, που ταράζει τις νύχτες τα όνειρα του. Την ακολουθεί ανήσυχος και με φρίκη αντιλαμβάνεται πως κατευθύνεται στην είσοδο της Μονής. Προσπαθεί να την εμποδίσει να μπει στον ιερό χώρο, να μη τον μολύνει.

Όμως δεν είναι πια άξιος να υπερασπιστεί την ιερότητα της Μονής. Δεν του παρέχεται αυτή η δυνατότητα. Εκείνη που εκπροσωπούσε τους πιο σκοτεινούς κι ανεξέλεγκτους πόθους του, είναι η κόρη του Άρχοντα! Η αποκάλυψη αυτή επισφραγίζει την απόλυτη ήττα του Μουχαρέμ από τους δαίμονες, που ανελέητα τον κύκλωσαν, τον εξουθένωσαν και τον κατέστρεψαν.
Δεν υπάρχει επιστροφή, οι δαίμονες βρίσκονται παντού, είναι γι’ αυτόν το τέλος!

Η έσχατη ψυχολογική του άμυνα, τον καθηλώνει βιολογικά σε κατάσταση προστατευτικής εμβροντησίας (stupor). Ό, τι και να επακολουθήσει, εκείνος είναι πια ουσιαστικά απών.

Η ταινία ολοκληρώνεται, με μια καλυμμένα ειρωνική σκηνή. Η κόρη του Άρχοντα σε ένα ρόλο προσαρμοσμένο, αλλά και τραγικά αντίθετο από τα όνειρα του Μουχαρέμ, έχει αναλάβει την περίθαλψη του στη Μονή και μπροστά από το άδειο και απρόσωπο βλέμμα του, τον πλησιάζει αργά στο κρεβάτι, για να του βάλει στο στόμα το φάρμακο του.



Η στυφή γεύση που αποκομίζει ο θεατής από την αγωνία του Μουχαρέμ, είναι ενδεικτική του προβληματισμού του. Ο έκδηλος συμβολισμός, διεκδικεί τη θέση του.
Η Συνείδηση είναι η πυξίδα της ψυχής μας στο ταξίδι της ζωής. Ο Μουχαρέμ με πολλή ευαισθησία, ενημερώθηκε άμεσα για τη λάθος πορεία του. Όμως ακολούθησε και λάθος τακτική. Η αγωνία του αυτοέλεγχου δεν πρέπει να μας παρασύρει σε σκοτεινά αδιέξοδα, να απομακρύνει από την καρδιά μας την ελπίδα και να αμφισβητεί την απέραντη αγάπη του Θεού για μας.

Οι τύψεις που αναπτύσσονται σε έδαφος ολιγοπιστίας, υποδαυλίζονται εύκολα από τα πονηρά πνεύματα, γιγαντώνονται σαν πυρκαγιές που σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους και μας οδηγούν αστραπιαία σε ολέθριους δρόμους απόγνωσης, πανικού και απελπισίας, ιδιότητες που δεν έχουν καμιά σχέση με τον Θεό. Σε μια τέτοια κατάσταση υπάρχει μόνο άρνηση!

Ο αυτοέλεγχος πρέπει να γίνεται σιωπηλά, αυθόρμητα, ταπεινά, στα πλαίσια προσευχής, με νηφάλια ηρεμία, με εμπιστοσύνη, “ενώπιος ενωπίω”. Με την καρδιά διάπλατα ανοικτή στην αγάπη Του, να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, μικρά ή μεγάλα και να τα αποθέτουμε στο Έλεος Του.

Η βαθιά αίσθηση της ενοχής και η κατανόηση των αστοχιών μας και των συνεπειών τους, δεν πρέπει να επιφέρουν τη σκληρή αυτοτιμωρία μας στην κόλαση ανηλεών τύψεων, αλλά να προσβλέπουν πάντοτε μέσα από την ειλικρίνεια της μετάνοιας μας, στην προσδοκία της οριστικής επιστροφής στην οικεία Πατρική Εστία και στη βεβαιότητα της εκ του κοσμικού θανάτου μας, Ανάστασης.


Μ. Ψ.


*  Η παρουσίαση της ταινίας TAKVA βρίσκεται ανηρτημένη στο ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ
    από τον Οκτώβριο του 2010. Η σημερινή ανάρτηση έγινε μετά από πρόσφατη επεξεργασία
    του αρχικού κειμένου.












Share

1 σχόλιο:

  1. Δεν εχω δει την ταινια αλλα η παρουσιαση της ειναι τοσο ζωντανη που νομιζω οτι πηρα γευση απο το νεκταρ της
    Ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή