Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

"Αφιερωματικό κείμενο.."




       




Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός:

 . . .

Να είσαι, τώρα δασκάλα Γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο για το έπος του ’40.
Αντί όμως για μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιας δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας.

Γράφει στο ημερολόγιό της:
«Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές».
Αυτό, τίποτε άλλο.

Και στην Ε’ τάξη που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74), το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής:
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο»
και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο».

Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του; Ήταν πανηγύρι εκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του δια βίου, το υπόγειο;

* * *

Το 1960, ομιλητής κατά την εορτάσιμο ημέρα στην Ακαδημία Αθηνών, είναι ο Στρατής Μυριβήλης.

Αντιγράφω:
«Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά για να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους.

Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
- Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;

Ο γέρος απάντησε δειλά:
- «Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.»
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.

- «Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα.

Είχα τρεις γιους.
Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλικάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου.
Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας.
Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».

Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν για την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπο «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος», εδώ το κατανοούμε.

Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής, που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου).

«Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου