Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

"Ο Εκδικητής"







Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ

του  νδρα Καρκαβτσα

-μαστε ντρες μες ,τι κα ν πς, εμαστε ντρες!" επε πονακληρος καθισμνος νμεσα στ πλρωμα.
"Ἕλληνας! σο λει λλος˙ δν εναι παξε - γλασε.
Εχουμε τ κακ μας - δ λω˙ πραμε δρμο στραβ, σν τ κακοκυβερνημνο πλεομενο, μ δν εμαστε κα γι πταμα.

Κα ν εμαστε γι πταμα, πλι δ θ χαθομε. Θλουμε δ θλουμε, θ ζσουμε. Θ ζσουμε κα θ θεριψουμε κα θ δοξαστομε, πως κα πρτα.

Τ σιδερξυλο, σιδερξυλο εναι, σο κι ν τ κουτσουρψης˙ σο κι ν το μαδσης τν κορυφ, ν το ζεματσης τ φλλα, ν το πριονσης τ κλαδι. Ο λοντας, λοντας λγεται, σο κι ν το ψαλιδσης τ χατη, ν το κψης τν ορά, ν το βγλης τ νχια, ν το ξεριζσης τ δντια. Φτνει τ βροχημ του, ν σ πη ριπιτ.

Τ χει τ σκαρ μας, να· τ θλ τχη μας ν εμαστε πντα μεγλοι. που κι ν γυρσης, σ στερις κα θλασσες, σ νότο κα βορι, σ’ νατολ κα δση θ τ δς γραμμνο. Κα γραμμνο χι μ νθρπινο κοντύλι, λλ μ τ διο χρι, τ παντοδναμο χρι το Δημιουργο. Εμαστε ντρες, σο λω!


Ν, κοταξε στν Ανατολ. Εκε βγανει λιος, λιος λαμπρς κα βασλευτος - λιος το Γνους μας. Οποιος δν χει μτια, κενος δ βλπει τ χαραυγ˙ θνικ χαραυγ, πθος κα καημς αἰώνων λων, χι κουραφξαλα.

Κοταξε γρω μας: Θλασσα φουρτουνιασμνη, ορανς κατασκτεινος, στερις σκουντουφλιασμνες, φορτωμνες δκρυα κα φαρμκι. Θερι τ κματα χτυπνε τ καρβι μας. Λσσα κα χολ μς πολεμ. Τ νερ δρνει τ στερι, τν τρει, τν ξεσχζει, τν πετσοκβει πονα, σο ν κμη τ πντα θλασσα κα ν’ πλωθ χρταγος ροφουλας στν παρνομο κσμο.

Μ γρισε κατ τν Ηρακλει. Καιρς διαμντι· νερ τρισγιο. Τ μτι το Θεο κε πεσε. Εχεις ρρστια; πγαινε ν γιατρευτς. Εχεις πονματο; λειψε τ ματφυλλ σου ν’ γναντψης κσμους. Εσαι κουφς; θ’ κοσης ρμονες. Βερμης εσαι; Διγενς γινες. Η κολυμπθρα το Σιλωμ κε βρσκεται γι μς. Κολυμπθρα σωματικ, κολυμπθρα ψυχικ, θνικ πρτ’ π’ λα. Εναι Αγια Τρπεζα τς Αγια - Σοφις, τ προσκυνητρι το Γνους μας.

Τν παρτη Πλη μας ξνου πδι τν πτησε, ποδάρι Βενετσνου. Ο τυφλς Δνδολος μρανε τ ρδα το προσπου της˙ ροφηξε τ τρισγιο αμα της. Εννιακοσων χρνων νδοξη ζω τν σβησε. Ο Λσκαρης, φαρμακωμνης ρας βασιλις, φεγει μακρι συνεπαρνοντας το Γνους τν λπδα, πς θ γυρση πλι μι μρα θεριεμνος κδικητς.

Κα καταχτητς, Φργκοι κα Βενετσνοι κα Γερμανο δσποτοι, σν τ ψ πουλρι, πο τσαλαπατε μ τ πταλ του τβρ λολουδα, χνονται πνω της χρταγοι. Μ τ σταυρ τους συντρίβουν τ σταυρ μας· μ τ θρησκεα τους πελεκον τ θρησκεα μας. Γκρεμζουν κκλησις, ποδοπατον καλλιτεχνματα, μολύνουν γισματα, ποτεφρνουν πνευματικ ριστουργματα.

Κα σφζουν γροντες, πατον ρχντων μγαρα, ξαπλνονται σ βασιλικ κλινρια˙ νεκρος γυμννουν νδοξους, ποδοκυλονε στμματα θαυμαστ. Στενζει Βασιλεουσα˙ μοιρολογ Σιν μας! Κα Δνδολος, γις κουρσρων, δ λησμονε τὴν τχνη τν πατρων του. Κουρσεει κα θλει μ ξνα κα ταριαστα στολδια ν στολση τ λιμνογννητη πατρδα του.

Γαλρες φεγουν κα γαλρες ρχονται, Παρνουν τν πλοτο μας τν δαπνητο, τ δξα μας τν βασλευτη, τ λμψη, τ σοφα, τ ερ μας. Η Βενετι τ δχεται περχαρη, στολζεται κα καμαρνει σν ξιπασμνη κα μυαλη τσιγγνα.

Ζνεται τ σπαθ το Κωνσταντίνου μας τ βλογημνο, πο χει στ θηκρι του τν οραν μ τ στρα, τ θλασσα μ τ καρβα, τ γ μ τ κστρα της - στορα χρυσγλυπτη το πραντου Κρτους μας. Παρνει τν κολυμπθρα, πο τσοι βαφτιστκαν πορφυρογννητοι κα βαφτζει μσα τν μπρων τ παιδι.

Μ τς χρυσπορτες το ναο μας στολζει τν Αγιο Πτρο της˙ στνει στος πργους της τ Ρολγι, θαμα το κσμου, μ τος Μγους πο χαιρετον ταπεινο το Χριστο μας τ Γννηση, στνει στς πλατεες της τλογα τνεμοπδαρα, κρτητου λαο συμβολικ παρσταση.

Γαλρες φεγουν κα γαλρες ρχονται. Παρνουν τ πλοτη μας, τ δξα, τ ερ μας. Αλλο τ πνε, στ Δση τν τρισβρβαρη, ν μερψουν κι κενους τος λαος, ν δοξσουν κι κενης τ χματα.

Η Αγιοτρπεζα μως δν κολουθε. Η πλκα πολτιμη, πο τν στησε Ιουστινιανς στ μση το Ναο, λαμπρ ζαφερι στ χρυσ σφεντνα του· πλκα πο κουσε τσα Νικητρια κα θυσασε πνω της Φτιος, δν πει ν κλειστ σκλβα στ δολερ τεχη, στ’ ρπαχτικ χρια το Ιννοκντιου. Οχι· δν πει.

Ανοιξε καρνα στ δυ κα γλστρησε Αγιατρπεζα στ νερ το Μαρμαρ. Ο βορκος φυγε π κοντ της, πως φεγει μαρτα τ Σταυρ κα χρυσς μμος στρθηκε, κλνη πναγνη π κτω της. Κα το Θεο τ μτι, το δικαιοκρτη κα παντοδναμου, στθηκε πνω της γρυπνο, πως μνας μτι στν κονια το μονκριβου παιδιο της.

Κα π ττε εναι κε καιρς διαμντι, λιος κατργυρος, νερ τρισγιο. Μρο νεβανει π τ βυθ κα πλνεται στ πρσωπο τς θλασσας κα κθεται χρσμα σωματικ, χρίσμα ψυχικ, θνικ πρτ’ π’ λα! Οπως π τ Δισκοπτηρο βγανει σωτηρα το χριστιανο, θ βγη π κε κα δικ μας πολτρωση. Η χαραυγ το Γνους μας κε θ’ νατελη˙ να, κε θ’ νανελη. Προβανει λονα Αγιατρπεζα κα βολετα ν πιση τ στερι.

Αργ γργορα θ τν πιση τ στερι. Κα ττε σ’ λη τν λληνικ γ π κρη σ’ κρη, π ντο κα βορι, χαρομενος λιος θ πυρση τος δολους, καμπνα θ σημνη σ κθε μιναρ κα τ τζαμι θ χολογσουν τ χριστιανικ, τν θνικ μας λειτουργα. Κα ττε πλε Χρυσπορτα θ στολση Ελλνων βασιλιδων τ τρπαια.

Ττε θ προυμε κα τ κουρσεμνα πσω. Τ πλοτη μας, τς δξες, τ ερ μας. Θ προυμε τ σπαθ το Κωνσταντνου κα τν κολυμπθρα το Πορφυρογννητου˙ τς πρτες το Ναο μας, τ Ρολγι τν Μγων, τ’ λογα τ’ ρθυμα. Κα θ μενη πλι φτωχ κα ταπειν ψαροδισσα Βενετι κα Πλη μας θ γνη καχημα κα στολδι τς Οκουμνης, πως ταν πρν τ μαρνη το Βενετσνου τ γκλιασμα κα τ βρβαρο ποδρι το Τορκου.

Να
· θ ζσουμε κα θ θεριψουμε κα θ δοξαστομε πλι. Εμαστε ντρες μες˙ μωρ’ εμαστε Ελληνες!..."

Κα ρθς τρα ριξε τ μτια φλογερ στς σκοτεινς στερις, σν προφτης το Ισραλ, μνντας τ Γ τς Επαγγελας, πονακληρος. Κα δν ταν, χι, νατης ταπεινς. Ηταν Ελληνισμς λκληρος, μ τν κλνητη πστη στς παραδσεις κα τος θρλους του.


*  Απόσπασμα από τα «Λγια τς Πλρης»









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου