Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

"Αγιότητα και κινηματογράφος"





Αγιότητα και κινηματογράφος


του Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

[Εισήγηση στο πλαίσιο του ετήσιου φεστιβάλ κινηματογράφου "Αστραπηφόρος Άγγελος", που διοργανώθηκε από το ομώνυμο ίδρυμα, υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας και Πασών των Ρωσιών, την 4η Νοεμβρίου 2012 στη Ρωσία.]

Ο ορθόδοξος εικονογράφος, όταν ιστορεί μια εικόνα, αφαιρεί κατά τον άγιο Φώτιο τον Μέγα, τα «στοιχεία υλικής ακοσμίας και ανθρωπίνης περιεργείας» και παρουσιάζει τα ιερά πρόσωπα «ιεροπρεπώς και ιεροτύπως», με τέτοιο δηλαδή τρόπο, που αρμόζει στην πνευματική τους κατάσταση.

Έτσι, η ζωγραφική του δεν έχει σαρκική παχυλότητα και δεν είναι φυσιοκρατική. Οι εικόνες δεν είναι τα «πορτραίτα» ή οι φωτογραφίες των αγίων.

Η σχετικά νεαρή τέχνη του κινηματογράφου, που είναι Δυτικής προελεύσεως, έχει διαφορετική αφετηρία. Όπως και η Δυτική ζωγραφική ή το μυθιστόρημα, είναι τέχνη αναπαραστατική. Το ίδιο το τεχνικό της μέσον, το φιλμ αρχικά, το βίντεο και η ηλεκτρονική αποτύπωση στη συνέχεια, την υποχρεώνουν να καταγράφει τον πραγματικό κόσμο στις τρεις του διαστάσεις και μόνο μέσα από το αισθητό φως.

Στην ουσία, το πραγματικό μέσον, με το οποίο δουλεύει αυτή η τέχνη, είναι το αισθητό φως, το κτιστό φως. Είναι λοιπόν τέχνη της αναπαράστασης, που βασίζεται στο γεγονός ότι το φυσικό φως διαδίδεται ευθύγραμμα και επομένως μπορεί να καταγραφεί.

Στον βαθμό δε, που προϋποθέτει και άλλες συνιστώσες, όπως η πλοκή, οι χαρακτήρες, το σκηνικό κ.λπ., θα έλεγα ότι εκτός από αναπαραστατική, είναι και αφηγηματική. Ένα ανάλογο του μυθιστορήματος, που χρησιμοποιεί πέραν των λέξεων, την εικόνα αλλά και τον ήχο.

Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, η τέχνη του κινηματογράφου μπορεί να αναπαραστήσει την αγιότητα;


Με την έννοια της λειτουργικής τέχνης, όχι. Δεν μπορεί. Το σινεμά, όπως όλες οι ανθρώπινες τέχνες,  προϋποθέτει τη φαντασία, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει. Ακόμα κι ένα ντοκυμανταίρ, που διεκδικεί την αντικειμενικότητα της καταγραφής, εμπεριέχει ένα μεγάλο μέρος φαντασίας. Οι εντυπώσεις, που μας αφήνει ένα κινηματογραφικό έργο, είτε είναι ταινία, είτε μια ρεαλιστική καταγραφή, όπως το ντοκυμανταίρ, οφείλονται κατά κύριο λόγο στη φαντασία και στη ματιά του σκηνοθέτη.

Όμως η πρόσβαση στην αγιότητα, αλλά θα έλεγα και η απεικόνιση της αγιότητας, όπως την αντιλαμβάνεται η εκκλησιαστική εικονογραφία, είναι ένας δρόμος, στον οποίο δεν έχει θέση η φαντασία. Είναι ένας δρόμος νηπτικός, όπως λέμε στην παράδοσή μας. Και η νηπτική προσέγγιση αποκλείει εξ ορισμού τη φαντασία, κάθε είδους φαντασία. 

Η απεικόνιση της αγιότητας λοιπόν, είναι θέμα νήψεως και όχι φαντασίας. Ως εκ τούτου, ο κινηματογράφος δεν είναι σε θέση να αναπαραστήσει την αγιότητα στη Θεανθρώπινη διάστασή της.
Ως ανθρώπινος λόγος όμως, η τέχνη του κινηματογράφου, όπως και κάθε ανθρώπινη τέχνη, μπορεί να τοποθετείται απέναντι στην αγιότητα, μπορεί να πραγματεύεται το γεγονός της αγιότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο, που ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή ακόμα και ένας ζωγραφικός πίνακας, μπορεί να πραγματεύεται την αγιότητα.

Ο κινηματογράφος είναι ένα πολύ ισχυρό και εκφραστικό μέσο, δια του οποίου μπορεί να εκφραστεί ένας λόγος για την αγιότητα. Στη συνέχεια θα παραθέσω μερικές σκέψεις σχετικά με τον τρόπο, που επικράτησε να γίνεται αυτό, αλλά και για το πώς, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να γίνεται σε μια ορθόδοξη προσέγγιση των πραγμάτων.

Ο πρώτος τρόπος προσέγγισης της αγιότητας, που δοκιμάστηκε από τον κινηματογράφο, είναι η απεικόνιση της ιστορικής πλευράς της, δηλαδή η απεικόνιση συγκεκριμένων προσώπων αγίων, η μεταφορά στην οθόνη σκηνών από την επίγεια ζωή τους. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ήδη από την παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία και έτσι έχουμε ταινίες, όπου ηθοποιοί του Χόλλυγουντ υποδύονται τους προφήτες, τους αποστόλους και γενικά τους αγίους της Εκκλησίας μας, ακόμα δε και την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Προσωπικά, ομολογώ ότι  νοιώθω πολύ άβολα, όταν βλέπω αυτά τα πρόσωπα, που μπορεί να είναι και συμπαθή πρόσωπα, να ταυτίζονται με  άγια πρόσωπα, ειδικά μάλιστα με το Πρόσωπο του Κυρίου μας. Παρατήρησα, μάλιστα, ότι σε παλαιότερες ταινίες του Χόλλυγουντ, όπως ο Χιτώνας ή ο Μπεν Χουρ, οι σκηνοθέτες είχαν τη λεπτότητα να αποφεύγουν να δείξουν ευθέως το Πρόσωπο του Κυρίου μας. Με τον καιρό όμως, ξεπεράστηκε και αυτή η επιφύλαξη.

Κι έτσι, σήμερα, τα νεαρά παιδιά, που μεγαλώνουν πιο πολύ με την εικόνα παρά με τον λόγο, ξέρουν ότι ο Χριστός μοιάζει με τον συγκεκριμένο ηθοποιό, που Tον υποδύεται. Ή σχηματίζουν την πεποίθηση ότι τα γεγονότα έγιναν όπως τα δείχνει η ταινία, όπως για παράδειγμα η σκηνή της σταύρωσης στη γνωστή ταινία του Φράνκο Τζεφιρέλι, όπου ο Τίμιος Σταυρός έχει αντικατασταθεί από ένα είδος σκαλωσιάς, που δεν έχει το σταυρικό σχήμα.

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει ότι αυτά είναι προσεγγίσεις, που δεν προέρχονται από τον ορθόδοξο κόσμο και ότι με μια ορθόδοξη κινηματογραφική προσέγγιση, θα μπορούσε να απεικονιστεί ορθά ένα βιβλικό γεγονός ή η ζωή ενός αγίου. Εξακολουθώ να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Όταν για παράδειγμα, το Ευαγγέλιο μας μιλά για τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, περιγράφει με τον τρόπο του, ανάμεσα σ’ άλλα και το σκηνικό, εντός του οποίου λαμβάνει χώρα το γεγονός. Η αναφορές στο όρος Θαβώρ και γενικά στον τόπο,  είναι ελλειπτικές, σχηματικές, όχι λεπτομερείς.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, δεν είναι γιατί ο Ευαγγελιστής στερείται ακριβείας. Αλλά επειδή ο ρεαλισμός του Ευαγγελίου δεν είναι αυτός των φαινομένων, δεν είναι μόνο του φαίνεσθαι, αλλά και του Είναι. Ο ευαγγελικός ρεαλισμός δεν στοχεύει μόνο στο φαινόμενο, αλλά ταυτόχρονα και στο μη φαινόμενο. Αποδίδει ταυτόχρονα την ιστορική πλευρά, αλλά και τη μυστική πλευρά, έχει δηλαδή θεανθρώπινη προοπτική.

Αν τώρα απεικονίσουμε τη Μεταμόρφωση σε μια ταινία, έστω και ορθόδοξη, η απεικόνιση του Θαβώρ θα είναι αναγκαστικά ρεαλιστική, θα πρέπει να δείχνει ένα συγκεκριμένο βουνό με όλες τις λεπτομέρειες, αφαιρώντας έτσι τη μυστική του προέκταση. Η προοπτική θα είναι μόνο ανθρώπινη, θα στοχεύει μόνο τις αισθήσεις μας, όχι Θεανθρώπινη. Πράγμα που όπως είπαμε, δεν συμβαίνει στην απεικόνιση του ίδιου γεγονότος στην ορθόδοξη εικόνα. Και πράγμα, που προσπάθησε να αποφύγει η Εκκλησία μας, μη αποδεχόμενη τη γλυπτική απεικόνιση αγίων προσώπων ή γεγονότων.

Πέρα όμως από την προσπάθεια του κινηματογράφου να αναπαραστήσει την ιστορική πλευρά του Χριστιανισμού, δείχνοντάς μας ιερά πρόσωπα και γεγονότα, καθιερώθηκε στην παγκόσμια κινηματογραφική παραγωγή και ένα άλλο είδος, το οποίο, χοντρικά θα έλεγα, ότι χαρακτηρίζεται από μια κοινωνιολογική ή φιλοσοφική προσέγγιση απέναντι στα θέματα της χριστιανικής πίστης ή απέναντι στις αξίες που πηγάζουν από το Ευαγγέλιο, περιλαμβανομένου και του γεγονότος της αγιότητας.

Αυτό το είδος κινηματογράφου δεν επιχειρεί μια απευθείας αναπαράσταση αγίων προσώπων ή γεγονότων, αλλά προβάλλει αισθήματα, σκέψεις και στάσεις των ανθρώπων σε θέματα πίστης, είτε ατομικά αισθήματα, είτε ευρύτερα τον τρόπο, με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες προσλαμβάνουν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Πρόκειται για έναν κινηματογράφο, που ουσιαστικά πραγματεύεται τις εντολές του Ευαγγελίου μέσα στον κόσμο και τη στάση του ανθρώπου απέναντι σ’ αυτές.

Παρόλο που σ’ αυτή την κατηγορία βρίσκουμε αρκετά έργα, προτεσταντικής κυρίως εμπνεύσεως, με ηθικοπλαστικό ή αφελώς προπαγανδιστικό περιεχόμενο, ωστόσο βρίσκουμε και πολλά άλλα, που με βαθιά τιμιότητα και ειλικρίνεια εκθέτουν προβληματισμούς γύρω από τη σχέση με τον Θεό, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τα θέματα της αγάπης, της συγγνώμης, της θυσίας, της συγχώρησης, του θανάτου, του κακού μέσα στον κόσμο.

Πολλές φορές, μάλιστα, ο κινηματογράφος αυτός είναι εποικοδομητικός, ακόμα και όταν προσεγγίζει αρνητικά τα θέματα αυτά, όταν με ειλικρίνεια δείχνει την εσωτερική ερημία του σύγχρονου ανθρώπου και τα αδιέξοδα που δημιουργούνται, όταν αρνείται να δεχτεί την αγάπη του Θεού ή όταν μας κάνει κοινωνούς της βαθιάς νοσταλγίας του σύγχρονου ανθρώπου για επιστροφή στον Πατέρα.

Γι’ αυτό, μην σας φανεί παράξενο, νοιώθω ότι ταινίες όπως του Μπέργκμαν, για παράδειγμα, που θεωρείται ένας άθεος σκηνοθέτης, παρουσιάζουν περισσότερο θεολογικό ενδιαφέρον από την ταινία του Τζεφιρέλι για τα πάθη του Χριστού ή την ταινία Μωυσής, όπου τον Προφήτη υποδύεται ο Τσάρλτον Ήστον.

Πιστεύω λοιπόν, ότι αυτό το είδος κινηματογράφου παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον και ότι θα πρέπει να ελκύσει περισσότερο την προσοχή ημών των Ορθοδόξων. Αυτό το είδος κινηματογράφου ανοίγει πιστεύω, μια τεράστια προοπτική για ορθόδοξη πρόσληψη αυτής της κοσμικής τέχνης, που γεννήθηκε και διαμορφώθηκε στη Δύση. 

Κάτι ανάλογο συνέβη και με το μυθιστόρημα, το οποίο ήταν επίσης μια τέχνη, που άρχισε στην Δύση. Ήρθε όμως ένας Ντοστογιέφσκι, να προσλάβει αυτή την Δυτική φόρμα, να τη μεταμορφώσει, να τη μετατρέψει σε χώρο, όπου πραγματώνεται το μεγάλο μυστήριο της ελευθερίας του ανθρώπου. Το αποτέλεσμα; Οι φανταστικές ιστορίες του Ντοστογιέφσκι θεολογούν και μάλιστα θεολογούν σε ύψος, που πολλές θεολογικές πραγματείες δεν μπορούν καν να το φανταστούν. Μάλιστα αυτό γίνεται, τις πιο πολλές φορές, όχι αναπαριστώντας αγίους και ιερά γεγονότα, αλλά εγκληματίες, μηδενιστές και κάθε λογής ανοσιουργήματα.

Η περίπτωση του Ντοστογιέφσκι μας διδάσκει, ότι η φαντασία μπορεί μεν να μην είναι νηπτική, ωστόσο μπορεί να είναι μια σημαντικότατη δημιουργική δύναμη, ένα δώρο του Θεού, το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να οδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. Μια τέχνη, που στηρίζεται στη δημιουργική φαντασία, μπορεί να δώσει διεξόδους στη μεγάλη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, να διοχετεύσει τη μνήμη του Θεού μέσα στα έργα της τέχνης. Κι όταν τα έργα είναι σημαδεμένα από αυτή τη δίψα, γίνονται δοξολογία του Θεού, αλλά και πηγές, όπου μπορούν να ξεδιψάσουν οι άλλοι άνθρωποι. Πράγμα, που ισχύει ακριβώς και για τον κινηματογράφο.

Νομίζω λοιπόν, ότι η αναπαράσταση της αγιότητας μέσα από το σινεμά, δεν θα πρέπει να αποσκοπεί σε μια απεικόνιση των ιστορικών αγίων προσώπων ή των λεπτομερειών της ζωής τους. Θα μπορούσε όμως να φέρει στην οθόνη ψυχωφελείς ιστορίες, στις οποίες να εμφανίζονται και αγιασμένα πρόσωπα ή πρόσωπα που αγωνίζονται να κατακτήσουν την αγιότητα, τα οποία όμως να μην είναι ιστορικά πρόσωπα, δηλαδή επώνυμοι, αναγνωρισμένοι από την Εκκλησία, άγιοι. Με τον τρόπο αυτό και η αγιότητα, ως πραγματικότητα, προσεγγίζεται και το μυστήριο των επωνύμων αγίων γίνεται σεβαστό.

Κατά τα άλλα, ο κινηματογράφος δεν πρέπει να είναι ένας «μονοφωνικός» λόγος, ένα είδος θρησκευτικής προπαγάνδας, που υπάρχει για να μας υπενθυμίζει το «σωστό», με την οπτική μιας ιδεολογίας. Τότε δεν θα είναι καν τέχνη. Ο κινηματογράφος πρέπει να είναι ειλικρινής απέναντι στον άνθρωπο και τα αισθήματά του, απέναντι στις πραγματικότητες της ζωής. Πρέπει να παρέχει χώρο,  ώστε να αναπτυχθεί η ελευθερία, να φανεί η ανθρώπινη κατάσταση σε όλη την τραγική της πραγματικότητα. Ο στόχος του δεν θα πρέπει να είναι η ιδεολογία, αλλά η των πραγμάτων αλήθεια.

Παρόλο που δεν έχω καμία ειδίκευση περί του κινηματογράφου ως τέχνης, θεωρώ ότι αυτό δεν είναι μόνο θέμα του περιεχομένου μιας ταινίας, αλλά κυρίως θέμα των εκφραστικών μέσων, της κινηματογραφικής φόρμας. Και ως γνωστόν, στο θέμα της φόρμας δεν υπάρχει συνταγή. Εναπόκειται στον σκηνοθέτη να επιλέξει τον τρόπο, με τον οποίο θα είναι διατυπωμένη η κινηματογραφική του ματιά. Αν λοιπόν η τέχνη του κινηματογράφου μπορεί να προσληφθεί ορθόδοξα, αν μπορεί να έχει μια ορθόδοξη οπτική, αυτό εξαρτάται όχι μόνο από το θέμα της, αλλά από την μορφή της, από τον τρόπο, που εικονίζει και αφηγείται το θέμα της. 

Ήδη, στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου έχουν παγιωθεί κάποιες κυρίαρχες τάσεις, όσον αφορά τις μορφολογικές προσεγγίσεις, κάποια μεγάλα ρεύματα. Τα ρεύματα αυτά διαμορφώθηκαν από αυτό, που αποκαλούμε «εμπορικό κινηματογράφο», μια τέχνη που εν πολλοίς έχει καταντήσει καταναλωτικό προϊόν και αυτή τη στιγμή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο —γιατί να μην το πούμε;— το σύγχρονο όπιο των λαών...

Η θεματολογία και η μορφολογία αυτού του εμπορικού  κινηματογράφου, η οποία καθορίζεται από τις πωλήσεις και τα κέρδη ή τα διάφορα λαμπερά βραβεία, έχει εξελιχτεί σε μια σύγχρονη μορφή καταδυνάστευσης του ανθρώπου. Σε καμία άλλη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο δέσμιος των εικόνων, σε σημείο που η εποχή μας να χαρακτηρίζεται εποχή της εικόνας.

Μια ορθόδοξη πρόσληψη του κινηματογράφου λοιπόν, θα πρέπει να έχει υπόψη της αυτές τις πραγματικότητες. Ο στόχος ενός ορθόδοξου σκηνοθέτη σήμερα, δεν μπορεί να είναι η προσθήκη ακόμα μερικών ταινιών, που θα αποκοιμίζουν τα ναρκωμένα από την εικόνα πλήθη. Αν θέλει πράγματι να δει τον κινηματογράφο ως τέχνη, θα πρέπει καταρχάς να έχει πλήρη συνείδηση των παραμορφώσεων, που υπέστη το εκφραστικό αυτό μέσο, μέσα στον καταναλωτικό πολιτισμό. Στη συνέχεια, θα πρέπει να στρέψει την έρευνά του στο να προτείνει φόρμες και τρόπους, που να βγάζουν αυτή την τέχνη από τον φαύλο κύκλο του εμπορίου και του λεγόμενου σώου μπίζνες.

Πρέπει να στοχεύει να αποσπάσει την τέχνη του κινηματογράφου από τα χέρια του πονηρού, ει δυνατόν. Θα πρέπει να την καταστήσει ικανή να μιλήσει για τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, για την κτίση και την ιστορία ως παραπομπές στη Βασιλεία του Θεού, για το νόημα της ζωής σε αναφορά προς τις εσχατολογικές πραγματικότητες. Αν αυτός είναι ο στόχος του κινηματογράφου, τότε γίνεται τέχνη άξια του ονόματός της, γίνεται λόγος για την αγιότητα και αναπαράσταση της αγιότητας. Αυτές είναι οι προκλήσεις, που καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν οι σκηνοθέτες μας. 

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, στην περίπτωση της μυθιστορηματικής φόρμας, εκείνος που πρότεινε μια συγκλονιστική μεταμόρφωσή της, αλλάζοντας την ίδια την ιστορία του μυθιστορήματος, ήταν ο Ντοστογιέφσκι. Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας την πεποίθηση ότι αυτό κατέστη δυνατόν, όχι μόνο λόγω των προσωπικών χαρισμάτων του συγκεκριμένου συγγραφέα, αλλά και λόγω του ότι η ρωσική σκέψη, τέκνο της οποίας είναι ο συγγραφέας, είναι εκείνη που κατάφερε καλύτερα από όλο τον ορθόδοξο κόσμο, να διαλεχτεί πιο αποτελεσματικά με το Δυτικό πνεύμα, και κατάφερε να αντικρίσει τη Δύση μέσα από ορθόδοξο πρίσμα.

Η ρωσική σκέψη, παρόλο που κατά καιρούς δεχόταν έναν πολιτισμικό καταιγισμό από τη Δύση, κατάφερε σε πάρα πολλές περιπτώσεις να αρθρώσει έναν λόγο, που όχι μόνο στέκει αξιοπρεπώς απέναντι στη Δύση, όχι μόνο προσλαμβάνει και μεταμορφώνει τις Δυτικές κατηγορίες σκέψεις, αλλά εν τέλει, επενεργεί καταλυτικά και πάνω στην ίδια τη Δύση. Τέτοια παραδείγματα, πέρα από τον Ντοστογιέφσκι, βλέπουμε και στη ρωσική θεολογία της διασποράς, αλλά για να παραμείνουμε στο σινεμά και στη σημαντική περίπτωση του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι.

Λόγω αυτής της βαθιάς κατανόησης και κριτικής αντιμετώπισης της Δύσης, που έχει αναπτύξει η Ρωσία στη μακρά πάλη της με το Δυτικό πνεύμα, πιστεύω ότι η απάντηση, όσον αφορά μιαν ορθόδοξη οπτική στον χώρο του κινηματογράφου, θα έρθει από τη Ρωσία. Παρόλο που δεν γνωρίζω τη σημερινή επικαιρότητα του ρωσικού κινηματογράφου, είμαι βέβαιος ότι οι νέοι σκηνοθέτες της Ρωσίας, ριζωμένοι στη βαθιά αίσθηση της ορθόδοξής τους ταυτότητας, συνεχίζουν την έρευνά τους για τη διατύπωση μιας κινηματογραφικής γλώσσας, η οποία να είναι αντάξια του ανθρώπινου προσώπου, του κατ’ εικόνα Θεού απολύτως ελεύθερου ανθρώπινου προσώπου.

Ενδεικτικό και ελπιδοφόρο σημείο είναι σίγουρα και η διοργάνωση αυτή, στην οποία μου κάνατε την τιμή να με προσκαλέσετε, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύσσεται ένας σοβαρός και ελπιδοφόρος προβληματισμός.

Σας ευχαριστώ, που είχατε την υπομονή να δεχτείτε και τις δικές μου απόψεις, ως συμβολή στον γενικότερο αυτό προβληματισμό.










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου