Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Το σαλιγκάρι..






Το σαλιγκάρι


Ο πιο κρυφός πόνος, δεν είναι αυτός που προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Είναι αυτός που κουβαλάμε κληρονομιά στο κάθε κύτταρο του κορμιού, του μυαλού και της καρδιάς μας.


Τι μας σπρώχνει ν΄ ανασκαλεύουμε χώματα, στάχτες και ξεχασμένες μυρωδιές; Δεν ψάχνουμε φαντάσματα στα καλντερίμια και ανάερες μορφές στις σκιές του παρελθόντος. Τον εαυτό μας αναζητούμε, είναι η γλυκιά λαχτάρα να συναντήσουμε την εμπειρία που μας συνθέτει, που αναμειγνύει στο αίμα μας τον ιδρώτα των παππούδων και ποτίζει τρυφερά τις ζωντανές ρίζες μας, με τα όνειρα τους.

Έτσι γράφεται η συνέχεια. Με πνευματικές στιγμές διάρκειας, με δυνατά αισθήματα καρτερίας και με πολλή αγάπη.


Εξωτερικό. Αχνοφέγγει η μέρα. Σε μια ήρεμη αμμουδιά στα Μούγλα της Μικρασίας. Ο Κυριάκος, βοηθάει τη Σμαραγδή τη γυναίκα του, να επιβιβαστεί στην ψαρόβαρκα. Με ένα παιδί να της κρατά το χέρι, το άλλο αγκαλιά και το τρίτο στην κοιλιά, στον μήνα του.


Παρμένη απόφαση. Θα περάσουν απέναντι, στην Κάλυμνο. Με δυο σφιχτοδεμένους μπόγους περιουσία, ‘κονίσματα τυλιγμένα μ’ ευλάβεια, κιλίμια και κεντήματα και δυο βόδια στο νερό, να ακολουθούνε κολυμπώντας τη βάρκα, στον γυρισμό στην πατρίδα. Μια πατρίδα που δεν γνωρίζανε, μα που την τρέφανε χρόνια τώρα με πίστη, ελπίδα και προσμονή.


Από παιδί η εικόνα αυτή, αχνή, αμφίβολη, ατεκμηρίωτη, πάντα όμως ζωντανή και πανέμορφη, μεγαλώνει μαζί μου. Αυτή κι άλλες πολλές. Δικών μου κι αλλωνών. 
Καμιά διαφορά.


Καταγραφές ζωντανές ή ξεχασμένες, δεν παίζει ρόλο, οσμές οικείες που ενώνουν από παλιά τους έλληνες, τους γεννημένους από τη μήτρα της Μεσογείου, ανατολικά, στα δικά μας τα μέρη.


Ο Παναγιώτης, άγνωστος αδελφός μέχρι προχτές, συντονισμένος στην ευαισθησία της προσφυγιάς, έχει τον τρόπο και τη γνώση, το ταλέντο και την ποίηση, να απλώσει τη νοσταλγία στο χαρτί σα σενάριο, στην οθόνη σαν εικόνα και στην ψυχή βάλσαμο, μνημόσυνο που ξεπερνά τον χρόνο και τα σύνορα. 


Παρουσίαση σεναρίου:
"Το σαλιγκάρι."

Μυτιλήνη, 1930. Τα φώτα χαμηλώνουν, το τάλαντο μας καλεί σε ευλαβική συμμετοχή με μέτρο και κατάνυξη.


Η αφήγηση συνταιριάζει με την εικόνα, ποιητικός ο λόγος και οι ήχοι γλιστρούν στις γωνιές των δρόμων και τις αυλές κι απευθύνονται το ίδιο στο αυτί και στο μάτι, γίνονται ένα, μια αίσθηση ζεστή και απόλυτη, ένα άλμπουμ ζωές που ξεφυλλίζουμε αργά στις καρδιές μας, αργά κι ανυπόμονα.


Σαν αρχίζουν οι διάλογοι, συμβαίνει κάτι μοναδικό. Οι εικόνες ζωντανεύουν μαγικά, σκηνή όπερας που γεμίζει ξαφνικά στο ημίφως από παρουσίες καθημερινές, οικείες, στα δικά μας τα χνάρια ή ανάποδα, ξυπνούν μέσα μας τα μονοπάτια που χάραξαν στις καρδιές μας οι ζωές τους.


Κι είναι μια αίσθηση γλυκιά κι οδυνηρή, σκληρή ίσως, να νοιώθεις δίπλα σου τις ψυχές των δικών σου που δεν γνώρισες, μα που ζουν κι ενεργούν μέσα σου ή να επιστρέφεις εσύ έναν αιώνα πίσω, σε έννοιες και κουβέντες σημερινές, ανάλαφρες ή σοβαρές και σε συμπεριφορές δικές σου, που δεν παρακολουθείς απλά σαν θεατής, μα αναβιώνεις.       


Η Μαρία, σ’ ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, κρατά όλα τα νήματα μαζί, στη φωνή, στις κινήσεις, στο αίσθημα και τα κινεί ένα-ένα, όσο πρέπει το καθένα, αλλάζοντας χροιά και τόνο, διαθέσεις, ακκισμούς και χαρακτήρες κι ισοζυγίζει την εικόνα, τον ήχο και την αρμονία, με την αφήγηση, τον διάλογο και τον παλμό, πλάθοντας και κρατώντας δεμένο το σύνολο στην αισθητική γραμμή που το αναδεικνύει.        


Τα ηχητικά πατήματα του Σπύρου μας οδηγούν σταθερά, βήμα-βήμα, στη γειτονιά μας. Γεμίζουν τον δρόμο μας σημάδια λησμονημένα, μηνύματα απωθημένα και μυστικά καλωσορίσματα.


Ο βοσκός κι ο γερο-πατέρας του, η μαυροφόρα γυναίκα, ο γαλατάς, ο τυπογράφος και η μάνα του, ο αραμπατζής, το καφενείο, οι ψαράδες, είναι η γειτονιά που ζει μέσα μας και προβάλλει καθημερινή και φιλική, όπως τότε.


Το ούτι του Βασίλη και το κανονάκι της Αναστασίας, πλαισιώνουν σαν χάδι στην καρδιά μας τη συνάντηση...


Το άγγιγμα συντελείται βαθιά και αφήνει χάραγμα ταυτότητας στα πιο ευαίσθητα σημεία της μοναξιάς μας. Κι η μοναξιά σβήνει και χάνεται, αλλάζει σε γιορτή, σε δύναμη, σε σμίξιμο αδελφικό στην πατρική εστία. 


Όλα περνούν και χάνονται.. Τίποτα δεν μένει απ’ αυτόν τον κόσμο.. Ίσως μόνο οι αναμνήσεις.. Όμως αυτές, είναι το σπίτι μας. Και το κουβαλάμε πάνω μας, σώμα στο σώμα μας, πνεύμα στο πνεύμα μας, σαν σαλιγκάρια που ανηφορίζουν στο βρεγμένο τζάμι. Κι όταν χρειάζεται, κρυβόμαστε μέσα του...



-- Η πα­ρου­σί­α­ση του σε­να­ρί­ου, του κι­νη­μα­το­γρα­φι­στή Πα­να­γι­ώ­τη Κλει­δα­ρά, σε σκηνοθεσία του ι­δί­ου, έ­γι­νε στο Πνευ­μα­τι­κό Κέν­τρο των Παμ­με­γί­στων Τα­ξια­ρχών Μο­σχά­του, την Πα­ρα­σκευ­ή, 14 Ι­ου­νί­ου 2013.

Α­φή­γη­ση και δι­ά­λο­γοι: Μα­ρί­α Κα­τσέ­νου – Φωτογραφίες: Παναγιώτης Κλειδαράς
Ού­τι: Βα­σί­λης Μπό­κος - Η­χη­τι­κά: Σπύ­ρος Λού­κος
Φωνη­τι­κό πέ­ρα­σμα και κανονάκι: Α­να­στα­σί­α Χα­τζη­παύ­λου.

Την γε­νι­κό­τε­ρη φρον­τί­δα της εκ­δή­λω­σης είχε ο διάκονος Ζήσης Κτενίδης. --



Μ. Ψ.



*  Το κείμενο, αναρτήθηκε στο "
ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΠΟΣ" στις 28.06.2013.











Share

1 σχόλιο: