Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

"Η Ιστορία του Ιωσήφ"






Μεγάλη Δευτέρα

Ο Ιωσήφ και τ' αδέρφια του


Ο Ιακώβ περισσότερο απ' όλα τα παιδιά του είχε αδυναμία στον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι' αυτό και του έκανε δώρο έναν πολύχρωμο χιτώνα. Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους, άρχισαν να τον μισούν και να μην του φέρονται φιλικά.

Το μίσος αυτό μεγάλωσε πιο πολύ, όταν ο Ιωσήφ τους διηγήθηκε τα δυο όνειρα που είχε δει:
Το πρώτο, πως έδεναν δεμάτια στον κάμπο. Το δικό του δεμάτι στεκόταν όρθιο ενώ τα δεμάτια των αδερφών του έπεφταν και το προσκυνούσαν.
Το δεύτερο, πως ο ήλιος, το φεγγάρι και έντεκα αστέρια τον προσκυνούσαν.

Μια μέρα, ο Ιακώβ έστειλε τον Ιωσήφ να πάει στ' αδέρφια του, εκεί που έβοσκαν τα πρόβατα στη Συχέμ, για να δει τι γίνονταν.
Στο σπίτι είχε μείνει μόνο ο μικρότερος από τους δώδεκα αδελφούς, ο Βενιαμίν.
Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν.

Είπαν μεταξύ τους:
- «Να! έρχεται κείνος, ο ονειροχτυπημένος. Ας τον σκοτώσουμε λοιπόν κι ας τον ρίξουμε σ' ένα απ' αυτά τα ξεροπήγαδα κι ας πούμε στον πατέρα μας πως τον έφαγε κάποιο θηρίο. Έτσι τα όνειρα του θα βγουν ανάποδα».

Στην απόφαση όμως αυτή δεν ήταν σύμφωνος ο Ρουβήν, που συμβούλευε τους αδερφούς του να μη βάψουν τα χέρια τους με αδελφικό αίμα, αλλά να ρίξουν τον Ιωσήφ σ' ένα ξεροπήγαδο. Σκόπευε αυτός να έρθει αργότερα να τον τραβήξει από κει και να τον σώσει. Τ' αδέρφια του πείστηκαν, γιατί κι έτσι πίστευαν πως σίγουρα ο Ιωσήφ θα πέθαινε μες στο λάκκο από την πείνα.

Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ' αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε και τον έριξαν σ' ένα ξεροπήγαδο. Ύστερα κάθισαν να φάνε. Καθώς έτρωγαν, είδαν ένα καραβάνι εμπόρων Ισμαηλιτών που πήγαινε στην Αίγυπτο. Τότε ο Ιούδας είπε στ' αδέρφια του:
- «Τι θα ωφεληθούμε αν σκοτώσουμε τον αδερφό μας και κρύψουμε τον θάνατό του; Καλύτερα είναι να τον πουλήσουμε στους εμπόρους».

Τ' αδέρφια του έμειναν σύμφωνα. Έτσι όταν περνούσαν οι έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ' το πηγάδι και τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες εμπόρους.  Ο Ρουβήν είχε αφήσει για λίγο τ' αδέρφια του και όταν γύρισε και είδε πως ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του και επέπληξε τ' αδέρφια του.

Έπειτα εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ και τον έβαψαν με το αίμα από ένα κατσίκι που έσφαξαν. Μετά παρουσίασαν τον πολύχρωμο χιτώνα στον πατέρα τους. Του είπαν:
- «Βρήκαμε αυτό τον χιτώνα. Μήπως είναι ο χιτώνας του Ιωσήφ;»
Ο Ιακώβ τον αναγνώρισε και είπε θλιμμένος
- «Το πανωφόρι του παιδιού μου είναι. Τον έφαγε σίγουρα κάποιο θηρίο».
Έσκισε τότε τα ρούχα του, φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ένδυμα και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό.

Ήρθαν κι όλα τα παιδιά κοντά του να τον παρηγορήσουν.
Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε:
- «Πενθώντας θα κατεβώ στον τάφο, να βρω το παιδί μου».
….


Όλη η ιστορία εδώ:

[2φΑ]









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου