Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

"Ο Πύρινος Άγιος"







Ο Πύρινος Άγιος, Ηλίας ο Θεσβίτης

του Φώτη Κόντογλου - από το βιβλίο "Γίγαντες Ταπεινοί"


Οι Ιουδαίοι τον περιμένανε να ξανάρθει στον κόσμο, για τούτο θαρρούσανε πως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήτανε ο Ηλίας. Και τότε που ρώτησε ο Χριστός τους μαθητές του "Ποιος λένε, πως είμαι, οι άνθρωποι;", του απαντήσανε πως λέγανε πως ήτανε ο Ηλίας ή κάποιος άλλος από τους προφήτες.

Ο προφήτης Μαλαχίας, που έζησε πολύ υστερώτερα από τον Ηλία, λέγει: "Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή", και πολλοί το εξηγήσανε πως ο Hλίας θάρθει πάλι στον κόσμο πριν από τη Δευτέρα Παρουσία και θα μαρτυρήσει.

Σε όλα μοιάζει μ’ αυτόν ο Πρόδρομος, γι’ αυτό οι απόστολοι κ’ οι άλλοι Εβραίοι υποπτευόντανε μήπως ήτανε ο Ηλίας, ξαναγεννημένος. Ύστερα από τη Μεταμόρφωση, σαν κατεβήκανε από το βουνό οι τρεις μαθητάδες με τον Χριστό, τον ρωτήσανε: "Οι γραμματείς λένε, πως ο Ηλίας πρέπει νάρθει πρώτα. Εσύ τι λες;"

Κι’ ο Χριστός, τους αποκρίθηκε: "Ο Ηλίας έρχεται πρώτα και θα τ’ αποκαταστήσει όλα· αλλά σας λέγω πως ο Ηλίας ήρθε κιόλας, και δεν τον γνωρίσανε, αλλά του κάνανε όσα θελήσανε· τα ίδια μέλλεται να πάθει και ο γυιός του ανθρώπου απ’ αυτούς".

Τότε καταλάβανε οι μαθητές, πως για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή τους είπε (Ματθ. ιστ΄, 10).
Ρωτήσανε οι μαθητές τον Χριστό για τον Ηλία, επειδή τον είχανε δει πριν από λίγο απάνω στο Θαβώρ, να φανερώνεται μαζί με τον Μωυσή, την ώρα που μεταμορφώθηκε ο Xριστός και να μιλά μαζί του, με όλο που είχε ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο πριν από 800 χρόνια.

Αλλά και κατά τη Σταύρωση, σαν φώναξε ο Χριστός "Hλί ηλί, λαμά σαβαχθανί", κάποιοι από τους Εβραίους που στεκόντανε κοντά στον σταυρό λέγανε πως θα φώναζε τον Ηλία να τον βοηθήσει: “Τινές δε των εκεί εστώτων, ακούσαντες έλεγον ότι Hλίαν φωνεί ούτος” (Mατθ. κζ΄, 46). Παντού πλανιέται ο ίσκιος του.

Ο προφήτης Ηλίας γεννήθηκε προ 2767 χρόνια. Πατρίδα του ήτανε ένας τόπος που τον λέγανε Θέσβη, στα σύνορα της Αραβίας, κι’ από τούτο λέγεται Θεσβίτης. Τον πατέρα του τον λέγανε Σωβάκ, από το γένος του Ααρών.

Τη νύχτα που γεννήθηκε, είδε ο πατέρας του πως πήγανε να τον χαιρετήσουνε κάποιοι άνθρωποι με άσπρα ρούχα και πως φασκιώσανε με φωτιά το νήπιο και του δίνανε να φάγει φωτιά.

Σαν μεγάλωσε, έγινε ένας άντρας τρομερός κ’ έτρεχε παντού και ξόρκιζε τους Εβραίους να γυρίσουνε στον αληθινό Θεό που τον είχανε αρνηθεί και προσκυνούσανε τον Bάαλ. Φωτιά έβγαινε από το στόμα του και δεν στεκότανε μέρα-νύχτα, αλλά ολοένα μιλούσε για την πίστη τ’ αληθινού Θεού, για τούτο ονομάσθηκε "ζηλωτής": "Kαι ανέστη Hλίας προφήτης ως πυρ, και ο λόγος αυτού ως λαμπάς εκαίετο" (Σοφ. Σειράχ μη΄,1 )…

Ο προφήτης Ηλίας είναι πολύ τιμημένος από εμάς τους Έλληνες. Όπου να πας θα δεις ρημοκλήσια του απάνω στις κορφές των βουνών, από τα μικρά ως τα μεγάλα. Ο άγιος Νικόλας φυλάγει τη θάλασσα κι’ ο προφήτης Ηλίας τα βουνά.

Μέσα στα ρημοκλήσια του είναι ζωγραφισμένος από κείνους τους παληούς μαστόρους, σαν τσομπάνος με τη φλοκάτη, με μαλλιά και γένια ανακατεμένα και στριφτά σαν αγριόπρινος, γερακομύτης, σαν αητός, με μάτια φλογερά.

Κάθεται απάνω σε μια πέτρα, μπροστά σε μια σπηλιά, σαν το όρνιο στη φωλιά του. Έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στην απαλάμη του, και κοιτάζει κατά πίσω, σαν να ακούγει τη φωνή του Θεού που του μιλά μέσα σε κείνα τα άσπλαχνα κράκουρα. Από πάνω του πετά ο κόρακας μ’ ένα κομμάτι κρέας, και χυμίζει κατά κάτω να του το δώσει.

Όπως είναι ζωγραφισμένος μέσα στο ρημοκλήσι του, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά μέσα στη σπηλιά του, και ακούς τον αγέρα που βουΐζει στα χορτάρια και τα όρνια που κράζουνε κόβοντας γύρους από πάνω από το βουνό.

Kανένα παμπάλαιο θυμιατήρι είναι κρεμασμένο δίπλα του απάνω στον καπνισμένον τοίχο, κανένα κερί σβηστό στέκεται μπηγμένο στον άμμο σ’ ένα μανουάλι βουνίσιο σαν τον άγιο, που είναι ο νοικοκύρης εκείνου του ρημοκλησιού.

Κάθε χρόνο, στις 20 Iουλίου, έρχουνται αποβραδύς οι χριστιανοί από το χωριό με τον παπά, και τον προσκυνάνε τον προφήτη Ηλία, ανάβουνε τα καντήλια, θυμιάζουνε, και ψέλνει κανένας γέρος και λέγει τα στιχηρά της μνήμης του, και κείνος ακούγει με το άγριο κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι του, κι’ ο κόρακας βαστά το ίσιο με τη βραχνή φωνή του:

"Xαίροις επίγειε Άγγελε και ουράνιε άνθρωπε, Hλία μεγαλώνυμε. Xαίροις Hλία ζηλωτά, των παθών αυτοκράτωρ. Ω του θαύματος! O πήλινος άνθρωπος, ουρανούς του βρέχειν υετόν ουκ έδωκεν, και ουρανούς ανατρέχει εν πυρίνω άρματι".

Και την άλλη μέρα, άμα τελειώσει η λειτουργία, φεύγουνε οι άνθρωποι, κι’ ο Ηλίας κάθεται πάλι ολομόναχος "μονώτατος", βουβός, τυλιγμένος στην προβιά του, σαν αγιούπας κουρνιασμένος. Χιλιάδες χρόνια κάθεται έτσι, άλλες πολλές θα κάθεται, "έως του ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή".


[2φΑ]










Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου