Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

"Η τέχνη του μεταφραστή"







του Φώτη Κόντογλου - Από το frear.gr


[Μέσα στην Κατοχή κυκλοφορεί το περιοδικό Φιλολογική Κυριακή, με διευθυντή τον Ευάγγελο Μπουντούρη, έντυπο που λόγω των δύσκολων συνθηκών δεν μπόρεσε να τηρήσει την αρχική του υπόσχεση να κυκλοφορεί κάθε δεύτερη Κυριακή, αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζε καλές συνεργασίες λόγω του ότι πλήρωνε τους συγγραφείς του.

Στο πρώτο τεύχος της Φιλολογικής Κυριακής, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκαπενταύγουστο του 1943 (10 Αυγούστου, συγκεκριμένα), περιλαμβάνεται μαζί με την προδημοσίευση του προλόγου από το υπό έκδοση μετάφρασμα του Φώτη Κόντογλου "Οι ξακουσμένοι κουρσάροι του καιρού μου", του καπτάν Τζόνσον (σ. 6-7) κι ένα πολύ ενδιαφέρον, εμπειρικό σημείωμά του για την τέχνη του μεταφραστή (σ. 7).

Χωρίζοντας τη σελίδα σε δύο στήλες ο Κόντογλου, παραθέτει στην αριστερή στήλη παραδείγματα φράσεων που έχουν αποδοθεί σε «γλώσσα καθομιλουμένη (νεκρή)», δηλαδή «γλώσσα στρωτή κι άψυχη» και στη δεξιά στήλη το ίδιο κείμενο μεταγραμμένο σε «γλώσσα ρωμέικη (ζωντανή)», δηλαδή «γλώσσα ιδιόρρυθμη και με ψυχή».

Ο τίτλος του μεταφρασμένου βιβλίου στην πρώτη περίπτωση αποδίδεται ως "Διάσημοι πειραταί του ΧVΙΙΙ αιώνος", ενώ στη δεύτερη ως "Οι πιο φημισμένοι κουρσάροι του καιρού μου". Αν και καθίσταται ήδη σαφές ότι ο δεύτερος τρόπος είναι πιο ελεύθερος/δημιουργικός και λιγότερο πιστός στο πρωτότυπο, είναι προφανές ότι σήμερα και οι δύο θα θεωρούνταν λανθασμένοι, για να μην πούμε ότι η πρόταση για μετάφραση «με ψυχή» καταλήγει σε μια επιτήδευση που στραμπουλάει τη γλώσσα και καθιστά ασαφές το κείμενο.

Οπωσδήποτε, η καλή μετάφραση βρίσκεται κάπου στη μέση, δηλαδή μεταξύ πιστότητας και επιλογής του κατάλληλου ύφους για την απόδοση του πρωτοτύπου.

Παραθέτουμε εδώ το πλήρες κείμενο, το οποίο είχαμε αποσπασματικά παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο μας που δημοσιεύτηκε στη "Λέξη" (αφιέρωμα στον Κόντογλου, τχ. 198/2008), τοποθετώντας όμως, για τεχνικούς λόγους, τα κείμενα το ένα κάτω απ’ το άλλο κι όχι αντικριστά.

Κρατήσαμε την ορθογραφία του κειμένου και τις παραπομπές στις σελίδες του βιβλίου, ενώ οι αριθμητικοί δείκτες και τα α-β μπήκαν εδώ για να ξεχωρίζουν τα παραθέματα μεταξύ τους και δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο. – Δημήτρης Αγγελής.]


. … ἕνα ζωύφιο ὀνομαζόμενο κάβουρας τῆς στερηᾶς, μ’ ἕνα ζωηρό κόκκινο χρῶμα, καθ’ ὅλα ὅμοιο μέ τόν κάβουρα τῆς θάλασσας, ὁ ὁποῖος κρύβεται στήν ἄμμο καί εἶνε πολύ δειλός.

1β. … εἶνε ἕνα μαμοῦνι, πού τό λένε κάβουρα τῆς στερηᾶς, κ’ εἶναι κατακόκκινο κι’ ὁλόϊδο μέ τόν κάβουρα τῆς θάλασσας, καί χώνεται μέσα στήν ἄμμο, πολύ φοβιτσιάρικο. (σ. 227)

2α. …Τό λιμάνι τό προφυλάττει ἕνα φρούριο.

2β. …Τό λιμάνι τ’ ἀποσκεπάζει ἕνα κάστρο. (σ. 219)

3α. Ἡ μεσημβρινή παραλία τῆς Ἀφρικῆς ὁλόκληρη βρίσκεται στό ἴδιο πλάτος. Εἶνε ἴσια, κανονική, ὅσο καμμιά ἄλλη στόν κόσμο. Ἡ μόνη ἀνωμαλία πού ἔχει εἶνε ὁ κόλπος τοῦ Μπενίν ἤ τοῦ Καλαμπάρ, πρός τόν ὁποίο τρέχουν τά ρεύματα. Τό νότιο ρεῦμα εἶνε τό πειό ὁρμητικό. Εἶνε τό ἀποτέλεσμα τῆς παλίρροιας, ἡ ὁποία σπρώχνεται ἀπό τό σχέδιο τῆς παραλίας.

3β. Ἡ νοτική ἀκροθαλασσιά τῆς Ἀφρικῆς βρίσκεται ὁλάκερη στό ἴδιο πλάτος. Εἶνε ἴσια καί στρωτή, ὅσο καμμιάν ἄλλη ἀκροθαλασσιά στόν κόσμο, σ’ ὅποιο ἀπό τά τέσσερα κομμάτια τῆς γῆς κι’ ἄν κοιτάξεις. Τό μόνο βαθούλωμα πὤχει, εἶνε ὁ κόλπος τοῦ Μπενίν ἤ τοῦ Καλαμπάρ, καί πρός ἐκεῖνο τό μέρος τραβᾶνε τά ρέματα. Τό ρέμα πὤρχεται ἀπό τή νοτιά εἶνε τό πειό δυνατό. Αὐτό γίνεται ἀπό τή φουσκοθαλασσιά, πού βρίσκει κόντρα της τό σχέδιο τῆς ἀκρογυαλιᾶς, καί τήν κάνει ν’ ἀγριεύει καί να ρεματίζει (σ. 213).

4α. Θά ἔφερνα ὥς ἐπιχείρημα τό ὅτι μέσα στούς ποταμούς τῆς Γάμβιας καί τῆς Σιέρρα Λεόνε, στούς πορθμούς καί στά στενά τοῦ Μπενίν, ὅπως γενικῶς εἰς ὅλη τή παραλία, οἱ κινήσεις τῆς ἀμπώτιδος καί παλιρροίας εἶνε κανονικές. Ἐν τούτοις πρέπει νά σημειώσει κανείς κάποια διαφορά. Εἰς τά στενά τοῦ Μπενίν, τά ὁποῖα ἀνέφερα πρίν, ὅπου οἱ παραλίες στραγγαλίζουν τά νερά, αἱ παλίρροιαι εἶνε πειό δυνατές καί πειό πλατειές, καθώς ἐπίσης καί πειό κανονικές.

Στήν κανονική παραλία, ὅπου ἡ θάλασσα δέν βρίσκει ἐμπόδιο, αἱ ἀμπώτιδες εἶνε ἀργές καί πολύ περιορισμένες, καί γίνονται πειό ἔντονες ἐν ὅσο πλησιάζουν στό Μπενίν. Αὐτό τό γεγονός εἶνε πειό ἔντονο στό ἀκρωτήριο Κόρσο, στή Σουκκούντα καί στήν Κομμέντα ὅπου ἡ παραλία κλίνει καί παρουσιάζει ἀντίσταση στά κύματα.

4β. Γιά ἀπόδειξη λέγω πώς μέσα στά ποτάμια τῆς Γαμβίας καί τῆς Σιέρρας Λεόνε, καί στά μπουγάζια καί στά κανάλια τοῦ Μπενίν, ὅπως καί πέρα ὥς πέρα σ’ ὅλο τό μάκρος τῆς ἀκροθαλασσιᾶς, ἡ πλύμμα κ’ ἡ ξέρα γίνονται κανονικά. Ὡστόσο ὑπάρχει κάποια διαφορά. Στά μπουγάζια τοῦ Μπενίν, πού βρίσκουνται πειό πάνου, κι’ ὅπου οἱ στερηές στενοχωρᾶνε τά νερά, ἡ πλύμμα κ’ ἡ ξέρα εἶνε πειό δυνατές καί πειό μεγάλες, εἶνε ὅμως κανονικές.

Ἀπάνου στήν ἴσια ἀκρογυαλιά, πού δέ σφίγγεται ἡ θάλασσα μέσα σέ κανάλια καί σέ κόρφους, ἡ πλύμμα κ’ ἡ φυρονεριά πᾶνε σιγά-σιγά, καί δέν εἶνε πολύ μεγάλες, κι’ ὅσο πᾶνε κατά τό Μπενίν, τόσο δυναμώνουνε. Αὐτό τό πρᾶμα εἶνε πειό φανερό στόν κάβο Κόρσο, στή Σουκκούντα καί στήν Κομμέντα, γιατί σ’ αὐτό τό μέρος ἡ ἀκρογυαλιά σχεδιάζει μύτη καί δίνει στῆθος στά νερά. (σ. 214)

Ἐνόσο ἤτανε ἡμέρα κυκλοφορούσανε ὡπλισμένοι. Αἱ πεποιθήσεις του ἄλλωστε ἦταν ἀντίθετοι μέ τήν ἀντίσταση, ἐκτός τῆς ἀπάτης.

5β. Τή μέρα τριγυρίζανε ἁρματωμένοι. Ἐξ ἄλλου ἡ αἵρεση τήν ὁποία πρέσβευε, δέν παραδέχεται νά σκοτώσεις ἄνθρωπο, ἐξόν μέ μπαμπεσιά. (σ. 271)

6α. …Βάρβαρη μεταχείριση, ἡ ὁποία συνίστατο εἰς τό νά ρίχνουν τόν ἔνοχο σέ μιά ἀκτή ἔρημη καί ἀκατοίκητη, μ’ ἕνα τουφέκι, λίγο μπαρούτι καί μιά μποτίλια νερό, διά νά ζήσει ἤ διά να πεθάνει.

6β. Τιμωρία πολύ βάρβαρη, γιατί ρίχνανε τό ναύτη, πού θέλανε νά παιδέψουνε, ἀπάνου σέ μιά ξέρα φριχτή καί δίχως ψυχή ζωντανή, μ’ ἕνα τουφέκι μονάχα, μέ λίγες ριξιές μπαρούτη καί μέ μιά μποτίλλια νερό, στήν τύχη, ἄν ζήσει, ἄν πεθάνει. (σ. 280)

7α. Τήν ἑπομένη, συνελήφθη ἀπό κάποιο γαλλικό πλοῖο καί κρεμάσθηκε συντόμως (ἄνευ διατυπώσεων).

7β. Τήν ἄλλη μέρα, τόν ἔπιασε ἕνα φραντσέζικο καράβι καί τόν κρεμάσανε στήν ἀντέννα, χωρίς πολλές κουβέντες. (σ. 432)

8α. Μέ αὐτή τήν ἐπίσημη συμφωνία ἀπέκλεισαν ὅλους τούς Σκώτους, διά τούς ὁποίους εἶχαν μιά βαθειά ἀποστροφή, θυμούμενοι τόν Κέννεδυ. Δέν θά μποροῦσα νά εἰπῶ τί ὡδήγησε τόν Ρόμπερτς στό νά σκεφθεῖ ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐσέβοντο τόν Θεό καί τό Νόμο του, εἰμποροῦσαν νά διατηρήσουν ἕνα ὅρκον ὡς ἱερόν.

8β. Συμφωνήσανε νά μήν παραδεχτοῦνε νά πάει μαζί τους κανένας Σκωτσέζος, γιατί τούς Σκωτσέζους τούς συχαινόντανε πολύ, ἀπό τόν Κέννεδη. Δέ ξέρω πῶς διάβολο τά κατάφερνε ὁ Ρόμπερτς καί χωροῦσε στό κεφάλι του πώς μπορούσανε νά κρατήσουνε τόν ὅρκο τους ἄνθρωποι θεομπαῖχτες, πού δέ λογαριάζανε τό Θεό καί τό νόμο του. (σ. 279)



[2fA]









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου