Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

"Καινούργιος άνθρωπος – β΄"







Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου (-β΄)

Του Μ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου

Από παλαιότερη ομιλία του στον «Μέγα Βασίλειο», με θέμα:
"Ἡ αὐθεντικότητα στὸ βίωμα τοῦ σύγχρονου χριστιανοῦ."



«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα».

Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές. Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής. «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται». Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός, ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του.

Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος». Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Αὐτὸς ποὺ δὲν ὀρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.

Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατί εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους. Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νιώθεις μαζί του. Διότι τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν» ἀποτελεῖ βίωμά του. Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος. Οὔτε μόνο μὲ κάποιους. Οὔτε μὲ λίγους. Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους.
Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.

Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ.
Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν.

Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της. Εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαίων κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσα δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι». Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.

Ἢ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἂν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα, πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητάς Του.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνο ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν.

Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικότητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά.

Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της, τὴ συγκατάβαση τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψι καὶ «ὀθνεῖον ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ Πάθους, τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.

Ὅπως ἡ καθαρότητα καὶ ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου ἀποτελοῦν τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς μετοχῆς της στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἡ παρθενία τοῦ φρονήματος, δηλαδὴ ἡ αὐθεντικότητα καθιστᾶ τὸν χριστιανὸ ἱκανὸ νὰ μετέχει στὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως.

Χριστιανὸς ποὺ δὲν συγκλονίζεται ἀπὸ δογματικὲς ἐμπειρίες, ποὺ δὲν φωτίζεται ἀπὸ μυστικὲς ἀποκαλύψεις, ποὺ δὲν «τιτρώσκεται» ἀπὸ θεϊκὸ πόθο, ποὺ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ ὑπερβατικότητα, ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν διαπιστώνει τὰ ἀποτυπώματα τῶν ἐνεργειῶν Του, δὲν ἔχει τὸ σφράγισμα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του.

Γι᾿ αὐτὸν ὁ Θεὸς εἶναι πιθανότητα, ἀφηρημένη ὀντότητα, ἀνωτέρα δύναμις, τὸ φιλοσοφικὸ ἄγνωστο, συναισθηματικὸ μοντέλο - τὸ συμπλήρωμα κάποιου ψυχολογικοῦ κενοῦ.


Πλήρες το κείμενο της ομιλίας:

[2φΑ]









Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου