Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Συνεδρία (νέου) χρόνου





[ 31]  -  (Νέος) Χρόνος! 


Στο μέτρημα των ημερών σπάνια γίνεται λάθος.
Η αντίστροφη μέτρηση περνά από τις εβδομάδες στις μέρες και από τις μέρες στις ώρες. Φθάνει και στα λεπτά..
Κλείνουν τότε ένα-ένα τα δάχτυλα του χεριού, το επόμενο δάχτυλο στη σειρά γέρνει προς την κλειστή παλάμη, ακούμε πως στον επόμενο τόνο άλλος ένας φάκελος παρελθόντος θα αρχειοθετηθεί στα αζήτητα κι όλα αυτά μαρτυρούν την ανάγκη, την κρυφή αγωνία, να προσδιορίζουμε κάθε τόσο το στίγμα μας, να ξέρουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Ιδιαίτερα σε κάθε αλλαγή, σε κάθε παράδοση-παραλαβή νέων συνθηκών.

Για την ώρα τούτη, που αλλάζει ο χρόνος (λίγο πριν–λίγο μετά), επιβάλλεται μια εκ βαθέων συνεδρία και όποιος επιθυμεί, ας επιβιβαστεί.


Ιδιαίτερα με προβληματίζει η αίσθηση της συνάρτησης (και ανάλογης εξάρτησης) από τον χρόνο.
Mε προβληματίζει η αίσθηση, πως ο χρόνος συνεχίζει το ταξίδι του με σταθερό ρυθμό (με τα γήινα δεδομένα), ενώ εμείς -εγώ, παραμένω συχνά πίσω μουδιασμένος και αναβλητικός, αγκυλωμένος συχνά στην πνευματική δυσκαμψία μου, να μικραίνω ουσιαστικά στην οπτική προοπτική της απομάκρυνσης μου από το σκάφος της ζωής μου, που διατηρεί αμείωτη ταχύτητα στην ορισμένη πορεία του.

Αισθάνομαι «σχεδόν σωματικά» την εσωτερική μου αδράνεια να με κρατά αμέτοχο, να με ακυρώνει σαν χρήσιμο συνταξιδιώτη και να μου αναθέτει πάλι ρόλο παρατηρητή.
Δεν θα είναι πρώτη φορά, τόσα χρόνια γίνεται αυτό, αλλά η παρατήρηση με κούρασε –σταματά πάντα λίγο πριν να φθάσει στη σύνοψη, για εξαγωγή συμπερασμάτων.

Η ανάγκη μιας συνεδρίας γίνεται ορισμένες φορές, επιτακτική. Κάποιος, να κρατά με τη σιωπηλή παρουσία της κατανόησης του, τον ρυθμό των συνειρμών σταθερό –  ελπίζοντας να υπάρξει αποτέλεσμα. Συνήθως, ούτε που συνειδητοποιούμε μια τέτοια ανάγκη.
Όμως υπάρχει και μας πιέζει εσωτερικά, περισσότερο όσο περνάει ο καιρός και κινητοποιεί τους νευροφυτικούς υποτακτικούς της.

Ποια είναι η σχέση μου λοιπόν, με τον χρόνο;
Μένοντας πίσω, για να ξαναζήσω στις αναμνήσεις μου σίγουρες, βιωμένες ήδη καταστάσεις – ενεργοποιούνται μηχανισμοί κατάθλιψης (από απώλειες, ματαιώσεις και νοσταλγία), ενώ προχωρώντας στο μέλλον (με αστάθμητους σχεδιασμούς, αβεβαιότητα και φόβους για το άγνωστο), μου φουντώνει το άγχος.

Η ηρεμία, η γαλήνια συμμετοχή στο παρόν, μια κατάσταση που θα αναδύει μέσα μου χαρά και σταθερότητα, απαιτεί μια ομαλή προσαρμογή στα δεδομένα του κόσμου, με έναν καταλύτη υποθέτω, που η σύσταση του μου ξεφεύγει συνεχώς.

Νοιώθω τον χρόνο (το έτος), σαν έναν κύκλο που ολοκληρώνεται κάποια στιγμή και οι ελπίδες και οι προσδοκίες για τον επόμενο, αναζητούν να ταιριάξουν με πρόσφορες ψυχικές σταθμίσεις και  εγγυήσεις, για μια καινούργια αρχή.

Άλλοι τον νοιώθουν σαν μια ευθεία γραμμή που φθάνει στο τέλος της, για να ξεκινήσει στη συνέχεια η επόμενη (αριθμητικά) ευθεία, στα ίδια χνάρια των εγκατεστημένων συνηθειών τους, που τους εξασφαλίζουν συναισθηματική κάλυψη και επιβεβαιωτικές ικανοποιήσεις.

Άλλοι πάλι, συνειδητοποιούν τον χρόνο σαν μια τεθλασμένη γραμμή, με αμβλείες γωνίες τροποποίησης πορείας, που καθορίζονται από σημεία προσωπικά ή από κοινωνικά γεγονότα-σταθμούς. Η καινούργια χρονιά θα έχει γι αυτούς τη δική της τύχη.


Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει για όλους, τι γίνεται με την προσαρμογή μας στο χρόνο;
Πώς μπορεί κανείς να ζει στο τώρα και να παραμένει συντονισμένος στο παρόν, βιώνοντας τη γαλήνη και τη χαρά που του προσφέρει η συμμετοχή – μακριά από την κριτική της παρατήρησης, τις συγκρίσεις και την ενασχόληση με τα ψυχολογικά κενά;
 
Το έχω καταγράψει νοητικά, πως στον κόσμο μας δεν υπάρχουν στέρεες έννοιες, για να βασιστείς πάνω τους και να αναφέρεσαι σ’ αυτές.
Θα τονίσω άλλη μια φορά στον εαυτό μου, πως μόνο η πνευματική ζωή έχει τη δυνατότητα του συντονισμού και της συμπόρευσης με τον χρόνο – ακριβώς επειδή δεν εξαρτάται απ’ αυτόν.

Τα ακούμε και τα διαβάζουμε καθημερινά -τα περί πνευματικής ζωής και στόχων-, όμως όλο το οικοδόμημα των προσπαθειών, που χτίζεται σιγά-σιγά με όραμα και επιμονή, κλονίζεται συναισθηματικά (όταν δεν καταρρέει) στην πρώτη αναποδιά, στην παραμικρή ματαίωση κάποιας λεπτομέρειας του προγραμματισμού μας, έστω και προσωρινή.
Είναι ίσως ο εγωισμός μας που θίγεται, είναι η αδυναμία μας να ακολουθούμε μια καθαρή πνευματική γραμμή, απερίσπαστη από τις κοσμικές επιρροές; Τι συμβαίνει;

Μια άλλη ιδέα είναι, πως δεν δίνονται όλες οι λύσεις με τη λογική. Μια τρίτη σκέψη, πως ευθύνεται το συναίσθημα που υπαγορεύει κι αυτό τις δικές του εντολές.
Τελικά είναι βέβαιο, πως ούτε η σκέψη είναι δυνατόν να τιθασεύσει το συναίσθημα, ούτε το συναίσθημα να καθοδηγήσει τη σκέψη μας.

Ασφαλώς πάσχουμε στη βούληση μας. Δεν θέλουμε, με αρκετή θερμότητα, δεν θέλουμε με διαυγή ορθότητα, δεν ξέρουμε καν αν και τι θέλουμε.
Η έλλειψη συντονισμού στο ταξίδι, η αναστολή συναισθηματικής συμμετοχής στη ζωή – δεν είναι ζωή.

Παίρνω συχνά την απόφαση να απομακρυνθώ όσο γίνεται, από τις άκαρπες επιθυμίες και ενασχολήσεις, να οργανώσω σωστά και με θεάρεστες προοπτικές τους πνευματικούς μου προσανατολισμούς. Σκέφτομαι πως οι στόχοι πρέπει να είναι υψηλοί, δεν έχει τόση σημασία αν θα υπερπηδήσει κανείς τελικά τον πήχη, όμως αν οι προσπάθειες στοχεύουν ψηλά, τόσο το καλύτερο. Και αυτό είναι κάτι που το θέλω, είναι αυτό που αξίζει να θέλω, που μπορεί να με κρατήσει.

Αργά ή γρήγορα όμως οι καλές αυτές προθέσεις υποχωρούν, συμβιβάζομαι, χαλαρώνω, ξεχνιέμαι, αφήνομαι, όλα αυτά προοδευτικά, με την τρέχουσα ροή των πραγμάτων στην τριβή της καθημερινότητας. Αναρωτιέμαι, είμαι εγώ που ξεχνώ τόσο εύκολα την απόφαση μου, που εξακολουθώ να ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς αντίκρισμα;

Και φυσικά είμαι εγώ, είσαι εσύ, όλοι μας, παντού, την κάθε ώρα και μέρα, που βλέπουμε στον καθρέπτη και γύρω μας, τα χαρακτηριστικά γνωστών προσώπων να σκληραίνουν, επαναλαμβάνοντας την ίδια αυτή σκηνή ασυνέπειας, με τα ίδια σκηνικά και με την ίδια μοιρολατρία. 

Τελικά, η αγωνία δρομολογεί τις σκέψεις μου, σκέψεις που σκοπεύουν τάχα στη γαλήνη της ψυχής μου.
Και ξέρω πως είναι μια λανθασμένη τακτική, μέσα σε βαριά φόρτιση, -δεν μπορείς με αγωνία να προσδοκάς τη γαλήνη- είναι λάθος ο δρόμος, μια τραγική ανακύκλωση.

Ζητώ βοήθεια, φωνάζω, έχω χαθεί στους στείρους συνειρμούς μου. Όμως πρέπει πια να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, η σχέση μας με το παρόν, πρέπει να αποκατασταθεί…
Ωραία έννοια η αποκατάσταση, αν και δεν νομίζω πως η σχέση κανενός ανθρώπου με τον χρόνο, υπήρξε ποτέ από την αρχή, όπως θα έπρεπε να είναι, για να μπορεί να επανέλθει.
Εκτός…

Ναι, εκτός μόνο του Χριστού, σκέφτομαι, αλλά και των αγίων φυσικά, από τη στιγμή που περνούν στη ζωή τους την πρακτική της αγιότητας.    


Μήπως στ’ αλήθεια, ψάχνω μάταια στα τυφλά, ψάχνομαι για συνειδητότητα, αυτογνωσία, αυτοανάλυση και ό,τι άλλο, που να εκφράζει στην πράξη την πολυπλοκότητα και την  εκλογίκευση της άρνησης μου, ενώ η αλήθεια είναι δίπλα μου, μέσα μου, στην καρδιά μου, στην καρδιά σου, στα μάτια μας;

Αν όντως ο Χριστός είναι ο δρόμος της Ζωής και οι άγιοι Του πέρασαν κάποια στιγμή στην πρακτική της αγιότητας, τόσο απλά όσο ακούγεται, τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για μας;

Ας δούμε… Τι δίδαξε ο Χριστός με τη ζωή Του στον κόσμο μας;
Όχι αγώνα και αγωνίες, όχι διανόηση και φιλοσοφία, όχι απαγορεύσεις, εντολές, κανόνες αυστηρούς, προγράμματα και δεσμεύσεις. Μόνο αγάπη.
Την καθαρή Αγάπη, ως την ταπείνωση της θυσίας, που τα περιέχει όλα, τα περικλείει όλα και τα παρέχει όλα… Την Αγάπη που μας διδάσκει τα πάντα.

Και οι άγιοι του Χριστού, θα πρέπει να είναι όσοι, απλά, ήρεμα και βιωματικά, πέρασαν την αγιότητα της αγάπης, στην καθημερινότητα τους.
Ξέρουμε, πως ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του συγκεκριμένες στιγμές δεκτικότητας.
Μόνο τότε μπορεί η αλήθεια να τον αγγίξει. Όμως αν δεν αναπνέει την ατμόσφαιρα της, αν δεν μετρά τον παλμό της, αν δεν προετοιμάσει το λίκνο της, πώς θα δεχτεί το άγγιγμα της στην ψυχή του;

Ας εστιάσουμε και πιο κοντά στο θέμα.
Όποια κι αν είναι η θεωρητική θέση μας απέναντι στον Χριστό, παραμένει για μας ένας άγνωστος...
Αν γνωρίζαμε, βιώναμε τον τρόπο με τον οποίο ζούσε Εκείνος στο παρόν, αν μπορούσαμε να Του μιλήσουμε, να Τον νοιώσουμε, να Τον αγαπήσουμε, να Τον συναντήσουμε στην καρδιά μας, δεν θα ζούσαμε κι εμείς μαζί Του στο παρόν του κόσμου μας;  
……..

Δεν αισθάνομαι την ανάγκη ξαφνικά, για περισσότερες σκέψεις.
Αντιλαμβάνομαι πως πέρα από ένα σημείο, η σκέψη θα πρέπει να υποχωρεί, να δίνει τον ανάλογο χώρο να αναπτυχθούν τα αισθήματα.

Νοιώθω πως το περισσότερο που μπορώ να κάνω, είναι να έχω την καρδιά μου ανοιχτή, για να μ’ αγγίξει στα βάθη της ο τρυφερός σπόρος της Αγάπης Του, και στη συνέχεια να τον παρακολουθώ αμίλητος, πώς θα καταφέρει να ριζώσει  και να βλαστήσει…
Χριστέ μου!...


Ημερολόγιο πλοίου:

1. Σιωπή…
2. και καρδιακή επίκληση!  








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου