Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

"Το τραγούδι του αϊ-Γιώργη"






Το τραγούδι του αϊ-Γιώργη  - Χορός του Πάσχα -


Το τραγούδι ή ρίμα του Αϊ-Γιώργη, αυτό το μακροσκελές ομοικατάληκτο πανελλήνια γνωστό αφηγηματικό ποίημα, που άλλοτε τραγουδιέται και πολύ συχνότερα απαγγέλλεται, είναι μια σύνθεση βασισμένη σε παλιούς λαϊκούς μύθους και θρησκευτικές παραδόσεις καθώς και σε στοιχεία που προέρχονται από τα συναξάρια και την εικονογραφία του αγίου. Το θέμα για το δράκο/δαίμονα, που κρατάει το νερό από το οποίο υδρεύεται μια πόλη και απαιτεί μιαν ανθρωποθυσία -συνήθως μιας αρχοντικής κόρης- για να το απολύσει, είναι γνωστό από την αρχαιότητα και το συναντάμε στις παραδόσεις πολλών λαών.
Στην ελληνο-χριστιανική παράδοση ο δρακοκτόνος και λυτρωτής της κόρης και του λαού που υποφέρει είναι ο αϊ-Γιώργης.
Η αιφνίδια εμφάνισή του ως περιπλανώμενου στρατιώτη και η ανιδιοτελής επέμβασή του τον κατατάσσουν στη μεγάλη χορεία των μυθικών παλικαριών που εξαλείφουν κινδύνους και ευεργετούν κοινωνικά σύνολα, περνώντας ως λαϊκοί ήρωες στο συλλογικό φαντασιακό. Ο Ν. Γ. Πολίτης υποστήριξε, ότι τόσο η θρησκευτική διήγηση όσο και το τραγούδι απηχούν τον ανάλογο αρχαίο μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας, που ως λαϊκή αφήγηση είχε διασωθεί στην Καππαδοκία, πιθανή περιοχή πρώτης εμφάνισης του τραγουδιού και κοιτίδα της λατρείας του Aγίου.

[Μιράντα Τερζοπούλου]



Θεριό έχουμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδι
ν-ανθρώπους το ταΐζουμε, κάθε πρωί και βράδυ.
Mια μέρα αν δεν τον δώσουμε άνθρωπο να δειπνήσει
σταλιά νερό δεν άφηνε η χώρα να δροσίσει.
Kι ας ρίξουμε τα μπουλετιά να διούμ’ σε ποιόν θα πέσει
να στείλει το παιδάκι του στου λιονταριού πεσκέσι.
Kαι έπεσε το μπουλετί σε μιά βασιλοπούλα
ν-οπού την είχε ο βασιλιάς μονάχ’ κι ωραιοπούλα.

O βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτό το λόγο είπε:
- Όλο το βιό μου πάρετε και το παιδί μ’ αφήστε.
Πολύς λαός συνάχτηκε, πάει στο βασιλέα.
- Για δώσ’ μας το παιδάκι σου ή παίρνουμε και σένα.
- Πάρτε το το παιδάκι μου και κάντε το σα νύφη
και σύρτε το στου λιονταριού πεσκέσι να δειπνήσει.
Πάρτε το και στολίστε το μ’ ατίμητα πετράδια,
μ’ ατίμητα, μ’ αμέτρητα και με μαργαριτάρια.

Πολύς λαός ξεκίνησε και τηνε πάει στη βρύση,
δεν το ’λπιζε η βαριόμοιρη πως θα ξαναγυρίσει.
Φύγαν και την αφήσανε εκεί κοντά στη βρύση
δια να έβγει το θεριό να κάτσει να δειπνήσει.
Eκεί ν-οπού καθότανε μονάχη, μοναχούλα
ίδρως την περεχιότανε σα σιγανή βροχούλα.
Αϊς-Γιώργης σαν τ’ άκουσε τρέχει να τη γλυτώσει
κι απ’ τον κακό της θάνατο να την ελευθερώσει.

Γυρίζει βλέπει πίσω της, θωρεί έναν καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
Aπό μακράν τόνε θωρεί και κάθεται και κλαίει.
- Φύγε ξενάκι μ’ από ’δώ να μην σε φάει και σένα
αυτό το άγριο θεριό ν-οπού θα φάει και μένα.
- Λιγάκι θε να κοιμηθώ εδώ κοντά στη βρύση
κι όταν θα έβγει το θεριό, θέλω να με ξυπνήσεις.

Tην ώρα που κοιμότανε ήρθε ένα περιστέρι
και βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι
κι απάνω έγραφ’ ο σταυρός, βέβαιος αϊς-Γιώργης.
Όταν έβγαινε το θεριό τα όρη σιγοτρέμαν
κι η κόρη από το φόβο της φωνάζει - άγιε μου Γιώργη
σήκω και σκότωσ’ το θεριό που μ’ είπες δε φοβάσαι.
Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό του
μια κονταριά του έσυρε κι έκοψεν το λαιμό του.

- Kόρη μ’ πού το ’βρες τ’ όνομα και που το αθιβάλλεις;1
- Tην ώρα που κοιμόσουνα ήρθε ένα περιστέρι
και βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι
κι απάνω έγραφ’ ο σταυρός βέβαιος αϊς-Γιώργης.
Πες με το, στρατιώτη μου, πως λένε τ’ όνομά σου,
να κάνει ο πατέρας μου χάρισμα τ’ς αφεντιάς σου.
- Αϊ-Γιώργη με λέγουνε απ’ την Kαππαδοκία,
να πείσεις τον πατέρα σου να φκιάσει εκκλησία
κι αριστερά της εκκλησιάς να στήσει καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
Xρυσή κορδέλα έβγαλε και τα μαλλιά της δένει,
χαρά μεγάλη έγινε στη γη, στην οικουμένη.

Tρεις μέρες εχυνότανε το αίμα με την κίνη
χαρά μεγάλη έγινε μέσα στη χώρα εκείνη.
Kαι το τραγούδι σώθηκε και πείτε να’ βρω τ’ άλλο,
για πέστε το, για θα το πω, για ’ρχίζω και το λέγω
κι αν αρχινήσω και το πω πολλές καρδιές θα κάψω,
θα κάψω νιες, θα κάψω νιους, θα κάψω παλικάρια,
θα κάψω και τους μαραγκούς που φκιάνουν τα καράβια
και ταξιδεύουν τα παιδιά, τα ’μορφα παλικάρια.

Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι έμορφε καβαλάρη
δώσε τσι γρυπαροί2 κολιοί και τα ναυτάκια κιάρι3
και μας τσι καλορίζικες οκάδες το μετάξι.
Άγιε μου Γιώργη πο ’βγαλες το ρόδο και τ’ αγκάθι
εσύ τηνε πρωτόβγαλες στον κόσμο την αγάπη.


[ 1- αθιβάλλεις: αναφέρεις, μνημονεύεις
  2- τσι γριπαροί: σ' αυτούς που ψαρεύουν με γρίπο
  3- κιάρι: καθαρός καιρός ]



[2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου