Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Μικρέ μου Άγιε - 25













ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΛΟΙΟΥ
–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––-----------------
Σημειώσεις στο περιθώριο



"Μικρέ μου Άγιε.. "


Η κυρία Σοφία, η αδύνατη κάτασπρη γριούλα, υπήρξε μια ξεχωριστή παρουσία
στην Κλινική.
Ο θάλαμος της βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το Γραφείο του Διευθυντή
και το κρεβάτι της ήταν το πρώτο στη σειρά.

Κάποιοι χρόνιοι ασυλικοί ασθενείς συχνά μιλούν ασυνάρτητα, βγάζουν κραυγές ή βρίζουν και βωμολοχούν. Η συμπεριφορά τους επηρεάζει το σύνολο των νοσηλευόμενων και τελικά χρωματίζει την ατμόσφαιρα, με μια νότα ανεξέλεγκτης υπερβολής σε όλες τις καθημερινές εκδηλώσεις τους.

Αυτό όμως που χαρακτηρίζει κυρίως τη ζωή τους, δεν είναι ο θόρυβος, ο τρόπος
που κινούνται και οι αφύσικες στάσεις τους, ούτε ακόμα και οι παραλογισμοί τους.
Είναι η αίσθηση κενού, η συναισθηματική απουσία, που δηλώνει δισδιάστατα
θα έλεγες στον χώρο, την αχνή και γκρίζα παρουσία τους.

H υπερβολή τoνίζει την αδράνεια της βούλησης, το χάος της σκέψης και τα χαμένα αισθήματα.
Την αμυντική τελικά εγκύστωση της προσωπικότητας στη φυλακή της ατομικότητας.

Στη νοσηρή αυτή κατάσταση, που ενισχύεται από χίλιους εξωτερικούς παράγοντες, επιπλέουν τα ένστικτα, οι παλιά εγκαταστημένες μαθήσεις και οι απωθημένες και αποδεσμευμένες πια από την κρίση, επιθυμίες.


Η κυρία Σοφία δεν επηρεαζόταν απ’ όλα αυτά.
Δεν ήταν ίσως λιγότερο άρρωστη από τους περισσότερους, όμως η συμπεριφορά της
έδινε μια αίσθηση μέτρου, αρχοντιάς κι ενός περιεχομένου όχι ελεγχόμενου,
αλλά πολύ διαφορετικά διαμορφωμένου.

Έμενε συνήθως στο κρεβάτι της ή την έβλεπες να κινείται διακριτικά στους διαδρόμους
μ’ ένα αχνό υπομειδίαμα στα ωχρά της μάγουλα. Μιλούσε και φερόταν σεμνά και αθόρυβα.

Με τον Διευθυντή είχαν μια ιδιαίτερη σχέση.
Όταν εκείνος περνούσε από τον θάλαμο για μια γρήγορη επίσκεψη
ή τύχαινε να τον συναντήσει στον δρόμο της, τα άδεια μάτια της ξαφνικά ζωντάνευαν,
μια έκφραση δέους και πηγαίας χαράς φώτιζε το πρόσωπο της και με γλυκύτητα
τον προσφωνούσε: "Μικρέ μου, άγιε!.. "

Τα ίδια λόγια με εμμονή στον ίδιο τρόπο, όσες φορές τον έβλεπε μπροστά της, είχαν περάσει στην γραφική πλευρά της καθημερινότητας, παράλληλα με τα άπειρα προβλήματα
που παρουσιαζόντουσαν κάθε μέρα και όλοι –γιατροί και προσωπικό- τα είχαν συνηθίσει, κανένας δεν έδινε την παραμικρή σημασία.


Μόνο ο Διευθυντής, μέσα στην κούραση και τις έννοιες του, άκουγε τις τρεις αυτές λέξεις "Μικρέ μου άγιε" από το στόμα της καλής γριούλας και πραγματικά χαιρόταν.

Κάποιες φορές αποκαμωμένος, σηκωνόταν ξαφνικά από το γραφείο του, πεταγόταν απέναντι να ρίξει τάχα μια ματιά στον θάλαμο, μα στην πραγματικότητα για να πει μια καλημέρα στη γιαγιά-Σοφία, να δει τη γνώριμη λάμψη  στα μάτια της και ν’ ακούσει την προσφώνηση της.

Όχι βέβαια γιατί αποκαλούσε εκείνον "άγιο", μα γιατί άκουγε να του μιλά μια αληθινή αγία,
μια πληγωμένη ψυχή που δεν της ξέφευγαν μέσα στον διαρκή μετεωρισμό του μυαλού της,
κακίες και ασχήμιες, αλλά εσωτερικό φως και καλοσύνη.

Δεν το έλεγε, αλλά έβλεπε στο διαλυμένο πρόσωπο της Σοφίας, την ψυχή της αγίας, που χάριζε πηγαία στο στερημένο από κάθε πνευματικότητα σκληρό περιβάλλον
του ψυχιατρείου, και Πίστη και Ελπίδα και Αγάπη.   

Κι έπαιρνε κουράγιο.



Μ[2φΑ]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου