Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

"Ο Χρόνης "






Ο ΧΡΟΝΗΣ
-  Του Δημήτρη Φαφούτη, από "το Ημερολόγιο του Μενέλαου"


Τα φώτα άρχισαν ν’ ανάβουν μακριά, σαν κεριά στη μνήμη της μέρας που σώθηκε.
Κάτω στο Μαλιακό, ορφανές βάρκες με ξηλωμένες πετρελαιομηχανές λίκνιζαν το αμόλυντο σκαρί τους κι ο Σπερχειός αμίλητος δραγάτης, έσπρωχνε τα πικραμένα του νερά ανάμεσα στους ορυζώνες και τα βαλτοτόπια.

Μύριζε χιονιά η Λαμία και κόντευε να νυχτώσει. Κοπάδια διαβατάρικα πουλιά ερχόνταν από τη μεριά του Δομοκού. Κατάλαβαν βαρυχειμωνιά και ξεπέζευαν απ’ την κούραση στο βάλτο του Σπερχειού. Αύριο θα συνέχιζαν προς το Νότο το ταξίδι της αποδημίας και οι κυνηγοί χαρούμενοι ξεκρέμαγαν τις καραμπίνες.

Είχα σχολάσει απ’ το σχολείο και περνώντας από το φοντιατζίδικο του μπάρμπα μου του Γιαννάκου, έμαθα το μαντάτο «Ο γερο-Χρόνης πέθανε».
Οι τσαγκαράδες στη οδό Ναυαγών ήτανε μαζεμένοι στο μαγέρικο του Αφεντούλη, μοιράζανε υγρές ματιές σκοτεινιασμένες από λύπη και τα πίνανε.

Ο Τάκης Σκάρλας έβγαλε από το αμπέχονο τη σκεβρωμένη φυσαρμόνικα κι έπαιξε το τραγούδι της Κατοχής, που ξεπροβόδιζαν τους σκοτωμένους.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια, «τόκα ρε Χρόνη άγιε» και δεν τους πήγαινε να πούνε «Θεός σχωρέστον», ποιες αμαρτίες είχε ο φουκαράς για να συγχωρεθούνε;

Η ώρα μάζευε, το ρολόι της Μητρόπολης σήμανε μεσάνυχτα, μα κανένας δεν έλεγε να φύγει. Γύρισα σπίτι και βάλθηκα να γράψω το συναξάρι του Χρόνη, όπως το άκουσα απ’ τις παρέες και τις συντροφιές στα νυχτέρια του χωριού.


Ο Χρόνης ήταν αλλόφερτος στη Μενδενίτσα και ξενοχωρίτης. Ποτέ δεν έβγαλε ταυτότητα που να μαρτυράει τη φύτρα του, λογάριαζε τον εαυτό του με τους λησμονημένους.
Το χαμόσπιτο που κοιμόταν κείνες τις μέρες της Κατοχής, ένα δωμάτιο και παραδίπλα το γουρνοκούμασο, ήταν στην άκρη του χωριού, στ’ αλώνια, ανάμεσα στις μυγδαλιές του Τσιτσοπέτρου.

Δούλευε σιδεράς και τράβαγε φυσερό στο χαλκιάδικο του Μαστραποστόλη, κάτω απ’ το κάστρο.
Οκτώβρης του ’43, σαν μπήκανε οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό, τον έδεσαν με τριχιά στον κορμό της μυγδαλιάς μέσα στην αυλή και του έπλεναν το μαυριδερό πρόσωπο με πηχτό ασβέστη, για «ν’ ασπρίσει», όπως του εξηγούσαν με σαρκασμό.

Αυτό το ασβέστωμα του άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο πρόσωπο που τα ’δειχνε με καμάρι και καημό όλα τα χρόνια που ζητιάνευε.
«Είδης τι μ’ κάνανι τα χτήνη» κι ακούμπαγε με το δάχτυλο τα σημάδια του.

Σαν άσπρισαν το μαύρο του πρόσωπο, τον κάθισαν καλά στο πεσμένο αγκωνάρι του μαντρότοιχου, του δώσανε το καπνισμένο κλαρίνο στα κοκαλιάρικα χέρια και του ζήτησαν να παίξει το εμβατήριο της γερμανικής εισβολής.

Η αναπνοή του πάγωσε, τα δάχτυλα δεν έβρισκαν τις τρύπες του κλαρίνου, αυτός που τις μαύρες εκείνες μέρες έπαιζε λυπητερούς σκοπούς και μοιρολόγια και γλύκαινε την πίκρα της Κατοχής.
Συνήλθε γρήγορα από τη ταραχή, τον πήρανε τα κλάματα κι άρχισε να παίζει πνιχτά την ιτιά.

Ο επικεφαλής του άστραψε δυο χαστούκια, τον ξανάδεσε στον κορμό της μυγδαλιάς, πήρε το κλαρίνο απ’ τα χέρια του Χρόνη έβαλε φωτιά και το ’καψε μπροστά στα μάτια του.
Τ’ άλλο πρωί τον βρήκε μισοπεθαμένο και τον έλυσε ο μπάρμπα Πάστρας, που πέρναγε από κει με τα μανάρια του χωριού.

Σαν του κάψανε το κλαρίνο, ο Χρόνης μοιρολογούσε κι έκλαιγε απαρηγόρητος.
Τ' απόβραδο έβγαινε στη μικρή αυλή κι αφουγκράζονταν, έπαιρνε το μονοπάτι για τον Άι Αντώνη μεριά, απ’ όπου φύγανε οι Γερμανοί μετά το κάψιμο του χωριού και φώναζε «Το κλαρίνο, να μ’ το φέρετι πίσω, χτήνη.. »

Κόντευε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, ο Χρόνης είχε μαζέψει αγριολούλουδα απ’ τον Αμπελόβραχο για τον επιτάφιο και ξεροστάλιαζε στην πόρτα, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα του Άι Γιώργη.
Πέρασε απ’ έξω ο Γιάννης της Σταντίκως, άκουσε τους αναστεναγμούς του Χρόνη για το καμένο κλαρίνο και βάλθηκε να  τον παρηγορήσει «Έχει ο Θεός, ρε Χρόνη». Γούρλωσε τότε τ’ αθώα μάτια ο Χρόνης και τον αφόπλισε «Έχει ο Θεός κλαρίνα ρε Γιαννάκο;»



GT – [2fA]








Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου