Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

"Οι κουραμπιέδες "





ΟΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ
Του Δημήτρη Φαφούτη - από "το Ημερολόγιο του Μενέλαου"

[... Αυτό το ημερολόγιο είχε ξεκινήσει να το γράφει από μικρή, η μάνα του Μενέλαου, Γιαννούλα. Το παρέδωσε στον Μενέλαο όταν άρχισε να πηγαίνει σχολείο και εκείνος το συνέχιζε μέχρι σήμερα. . ]



Φλεβάρης 1949


Κρύος Φλεβάρης, φαρμακωμένος, ψήνει τα φίδια τη νύχτα, παγωμένοι οι δρόμοι το πρωί, ξαπολάνε μόνο σαν ο ήλιος ανέβει δυο καλάμια στον ουρανό.

Σηκώθηκα βαθιά χαράματα. H Λαμία πικρανασαίνει στον ύπνο της, μόνο ο Θεός γνωρίζει αν θα της λείψουν κι άλλοι σήμερα.

Το πρώτο τραίνο πέρασε.
Ακούγονταν στο σταθμό βρισιές, άκουσα κάποιους να βρίζουν θεούς και δαιμόνους.
Zωέμποροι θα ’ταν.

Τα τελευταία βαγόνια στο πρωινό δρομολόγιο ήταν γιομάτα άλογα και μουλάρια επιταγμένα, αγορασμένα, κλεμμένα, αυτοί που είχαν το πάνω χέρι το γνώριζαν, ποιος μπορούσε να τα βάλει μαζί τους.

Χτες, πριν το σούρουπο, άνθρωποι απ’ το χωριό είχαν φέρει τα κλεμμένα μουλάρια του Κουτή απ’ τη Μενδενίτσα και τα παζάρευαν όσο-όσο πίσω από το ορφανοτροφείο, με κάτι τσαμπάσηδες από τα Παλιοφάρσαλα.

Ξένο βιός, κόποι που δεν λογιάζονται, τα ’βαλαν στο χέρι με το έτσι θέλω, μιας και ο Γιώργης o Κουτής είχε βγει στο βουνό.


Ετοίμασα όλα τα υλικά κι έκατσα να φτιάξω κουραμπιέδες.
Ήταν στερνή -ίσως- επιθυμία της αδελφής μου Κούλας.

Η πεθερά μου η Σταθού μου ’μαθε πρακτικές συνταγές για γλυκίσματα, λίγες ξέρανε τέτοια μυστικά.
Κι όλα τούτα με απλά υλικά, πού να βρισκόταν κάτι περισσότερο μέσα στη φτώχεια που βολοδέρναμε.

Όμως το πόσο σούμπρο θα πέσει στο γλυκό, πότε θα ρίξεις τη ζαχαρένια πάχνη και πότε είναι η ώρα τα φύλλα της καρδοματζουράνας να κάνουν τα γλυκά να μοσχοβολάνε, όλα ετούτα δεν ήξεραν από φτώχεια.
Η γλυκιά προσμονή με τα πικραναστενάγματα οδηγούσαν τα ταλαιπωρημένα χέρια.

Συχνά με παίρνει το παράπονο γιατί τα χέρια μου σακατεύτηκαν στις ξένες αργατιές, δίχως σταματημό και λίγη ξεκούραση, από μικρό παιδί σε χέρια ξένα, που ζεσταίνονταν με τον κόπο των δικών μου χεριών.

Ας είναι όμως, μέσα από την κάμαρα ακούω τις αναπνοές των δύο παιδιών, κρυφακούω τα παραμιλητά τους, παρακαλώ να τα βρει καλά κι ετούτη η μέρα.

Σήμερα θα φτιάξω πολλούς κουραμπιέδες, έχω πολύν καιρό, πού διάθεση για γλυκίσματα, τα στόματα είναι κλειστά, με το φαρμάκι να αργοστάζει στους ουρανίσκους.

Έβαλα τα δυνατά μου, είχα περίσσεια ζάχαρη που ’δωσαν αντί για χρήματα στο άντρα μου για τα γαμπριάτικα παπούτσια που έφκιασε στο γιό του μαστρο-Κωσταντή, λαδέμπορα από την Πελασγία.


Μοσχομύρισε η γειτονιά από το ψήσιμο τους.

Tους έβαλα σε τρία χαρτόκουτα και σαν μπήκε για καλά η μέρα πήγα στις φυλακές.
- Σ’ ευχαριστώ αδελφούλα μου, είπε η Κούλα και μ’ αγκάλιασε.

Μαζώχτηκαν όπως το συνήθιζαν όλοι οι φυλακισμένοι, ο Σούλας, η Λύκα, η Μαργιούλα και άλλοι, που ξεχωριστά ο καθένας μετρούσε μέρες και περίμενε την ώρα του για το στερνό ματωμένο ταξίδι.

- Ακούστε αδέλφια. Τα γλυκά της Γιαννούλας είναι για σας. Δεν θα σας τρατάρω σήμερα. 
Θα τα φυλάξω για τη μέρα της εκτέλεσης.

Πριν με πάρουν θα περάσω απ’ όλα τα κελιά να σας κεράσω όλους, έναν-έναν.
Κι αν δεν προφτάσω, κι αν δεν μ’ αφήσουν, να κεραστείτε μόνοι σας.
Θέλω να με θυμάστε.


Με πήραν τα κλάματα κι έφυγα.

Θα περάσουν χρόνια πολλά να ξαναφτιάξω κουραμπιέδες.
Μονάχα, αν το θελήσει κάποτε ο Θεός, στους γάμους των παιδιών μου.



GT - [2fA]







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου