Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

"Άκουσε Λίζα.. "















Fyodor Dostoyevsky   [11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881]
2 αποσπάσματα από "ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ" 


[…. ]

Άκουσε ακόμα, Λίζα

Ο άνθρωπος αγαπά να μετρά τις πίκρες του και δεν λογαριάζει τις χαρές του. 
Μα αν τις μετρούσε, θα 'βλεπε πως βαραίνουν το ίδιο. Και όταν ευτυχεί η οικογένεια, όταν ο Θεός την ευλογεί, όταν ο άντρας αγαπά τη γυναίκα του, είναι πιστός, αφοσιωμένος...

Τι γλυκιά που είναι η ζωή σε μια τέτοια οικογένεια!
Καμιά φορά οι λύπες εμποδίζουν να ευτυχήσεις· μα και ποιος δεν έχει λύπες;
Θα παντρευτείς ίσως και θα τον γνωρίσεις και συ. Ας πάρομε παραδείγματος χάριν τα πρώτα χρόνια ύστερα από το γάμο με κείνον που αγαπά κανένας: τι ευτυχία που βασιλεύει!

Κι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά.
Στα πρώτα χρόνια κι οι συζυγικές φιλονικίες ακόμα τελειώνουν καλά.
Μερικές γυναίκες, όσο πιότερο αγαπούν τον άντρα τους, τόσο πιότερο και αρχίζουν να φιλονικούν μαζί του. Αλήθεια, γνώρισα μια τέτοια:
«Σε λατρεύω, έλεγε, και από αγάπη σε τυραννώ, πρέπει να το καταλάβεις».

Το ήξερες πως μπορεί ξεπίτηδες κανένας να κάνει να υποφέρει ο άλλος για την αγάπη; Προ πάντων οι γυναίκες το κάνουν. Λένε μέσα τους: «Μα κατόπιν θα του δείξω τόση αγάπη, θα τον χαϊδέψω τόσο, που δεν είναι αμαρτία να τον κάνω να υποφέρει τώρα».
Και όλοι γύρω σας είναι τότε ευτυχισμένοι: Τι καλή ζωή, χαρούμενη, ήσυχη και τίμια!...

Υπάρχουν μερικές ακόμα που ζηλεύουν. Γνώριζα μια, που δεν μπορούσε ν' ανεχθεί να βγαίνει ο άντρας της έξω. Έτρεχε μάλιστα και τη νύχτα για να πάει να δει κρυφά αν δεν πήγε πουθενά, σε κανένα άλλο σπίτι, με καμιά γυναίκα. Είναι κακό αυτό. Το ξέρει καλά πως είναι κακό, μα δεν έχει τη δύναμη και βασανίζεται· μα τον αγαπά· για την αγάπη το κάνει.

Ω! τι όμορφο που είναι να φιλιώνεσαι ύστερα από μια λογομαχία, να συγχωρείς ή να συγχωρείσαι.
Κι οι δυο τότε είναι τόσο ευχαριστημένοι — σαν να συναντήθηκαν για πρώτη φορά, σα να ξαναπαντρεύτηκαν πάλι, σα ν' άρχισαν μόλις ν' αγαπιούνται.

Και κανένας, κανένας δεν πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, όταν αγαπιούνται. Τις φιλονικίες τους δεν πρέπει ούτε στις μητέρες τους ακόμη να τις λένε, και να τις βάζουν κριτές.
Πρέπει να 'ναι οι ίδιοι κριτές. Η αγάπη είν' ένα θείο μυστήριο και πρέπει να κρύβεται από ολονών τα μάτια, ό,τι και να συμβαίνει.

Έτσι γίνεται πιο άγια, καλύτερη. Σέβεται πιότερο ο ένας τον άλλον και πολλά πράγματα βασίζονται στο σεβασμό. Κι αν αρχίνησαν με αγάπη, αν παντρεύτηκαν από αγάπη, γιατί η αγάπη τους θα περάσει; Δεν μπορούν να την διατηρήσουν;
Κι έπειτα αν τύχει να 'ναι ο άντρας καλός και τίμιος πώς μπορεί να σβήσει η αγάπη;

Η αγάπη των πρώτων χρόνων του γάμου θα περάσει είναι αλήθεια, μα θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη που αξίζει περισσότερο. Οι ψυχές τότε θα σμίξουν, όλα τα συμφέροντά τους θα 'ναι κοινά· δε θα κρύβει τίποτε ο ένας από τον άλλο.

Έπειτα έρχονται τα παιδιά και κάθε στιγμή τους, κι η πιο πικρή, θα τους φαίνεται γλυκιά. Πρέπει ν' αγαπούμε μόνο και να έχομε θάρρος. Κάθε εργασία γίνεται τότε με καλή καρδιά, και αν στερηθείς και το ψωμί ακόμα για τα παιδιά σου, πάλι θα μείνεις ευχαριστημένος.

Γιατί θα σ' αγαπήσουν γι' αυτή σου τη θυσία· για τον ίδιο σου τον εαυτό εργάζεσαι· τα παιδιά μεγαλώνουν και νοιώθεις πως τους γίνεσαι καλό παράδειγμα, στήριγμα, ακόμα και όταν πεθάνεις, σ' όλη σου τη ζωή θα φέρνουν μέσα τους τα αισθήματά σου, τις ιδέες σου, τέτοια όπως τους τα μετέδωσες και θα 'ναι όπως η εικόνα σου, όμοια με σένα.
Αυτό είναι το μεγάλο καθήκον.

Γιατί ο πατέρας κι ή μητέρα δε θα ενωθούν περισσότερο;
Λένε όπως είναι πόνος ν' ανατρέφεις παιδιά; Τι ανοησία! Είναι μια θεία ευτυχία!
Αγαπάς τα παιδάκια Λίζα; Τα λατρεύω εγώ. Ποιος είναι αυτός ο άντρας που η καρδιά του δε θα στραφεί προς τη γυναίκα του, βλέποντάς την με το παιδί τους στην αγκαλιά;

Το ροδοκόκκινο παιδάκι, το παχουλό, που απλώνει τα χεράκια του, όλο χάδι;
Τις μικρές γαμπούλες, τα μικρά μπρατσάκια ολοστρόγγυλα, τα νυχάκια του τόσο καθαρά, μικρά, μικρουλάκια, αλήθεια τι παράξενο να τα βλέπεις!
Τα μάτια του, που θαρρείς πως τα καταλαβαίνουν όλα.

Βυζαίνει και τραβά με το χεράκι του τα στήθια της μητέρας, διασκεδάζει.
Πλησιάζει ο πατέρας το μωρουδάκι αφήνει το στήθος, τραβιέται πίσω, κοιτάζει τον πατέρα κι αρχίζει να γελά, σαν να νοιώθει πως πρέπει να γελάσει, και ξαναρχίζει πάλι να βυζαίνει.

Κάποτε, όταν βγάζει δοντάκια, δαγκώνει τα στήθια της μητέρας του και την κρυφοκοιτάζει με τα κατεργάρικα ματάκια του: «Κοίτα σε δάγκωσα!»
Δεν είναι λοιπόν ευτυχία, όταν βρίσκονται και οι τρεις μαζί: ο άντρας και η γυναίκα και το παιδί! Μπορεί να συγχωρήσει κανείς πολλά πράγματα γι' αυτές τις στιγμές…

Όχι Λίζα, πρέπει να μάθομε πρώτα να ζούμε οι ίδιοι, κι έπειτα να κατηγορούμε τους άλλους!

[…. ]


Καταντήσαμε να θεωρούμε «την πραγματική ζωή» σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν κανένα επάγγελμα και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης πως είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων. Και γιατί ταραζόμαστε; γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες;

Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε; Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν.

Σταθείτε, προσπαθήστε, π.χ., να μας δώσετε περισσότερο ανεξαρτησία· βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώσατε τον κύκλο της δράσης σας· χαλαρώσατε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι... θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία.

Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα ξεφωνίσετε εναντίον μου, πως θα χτυπήσετε το πόδι.

Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε, εμείς όλοι. 
Επιτρέψετε, κύριοι, γι' αυτό το εμείς όλοι.

Όσο για μένα στη ζωή μου, έσπρωξα μόνο ως την άκρη, εκείνο που σεις δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο μου να φέρετε, από αναντρία· κι ακόμα παίρνετε την αναντρία σας για φρονιμάδα, και παρηγορείστε ξεγελώντας τον εαυτό σας.
Γι' αυτό τον λόγο, ίσως να 'μαι πιο ζωντανός από σας.

Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή.
Δεν ξέρουμε μάλιστα πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι συνίσταται και πώς ονομάζεται.

Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε·
δεν θα ξέρουμε πού να στηριχθούμε και σε τι ν' αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε, τι πρέπει ν' αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε.

Βαριόμαστε ακόμα που είμαστε κι άνθρωποι, άνθρωποι με σώμα, σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι' αυτό και το θεωρούμε σαν ατιμία μας.
Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ.

Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που γεννούμε πατέρες που δεν είναι ζωντανοί κι αυτό όλο και πιότερο μας ευχαριστεί. Το γουστάρουμε.
Σε λίγο θα θελήσουμε να γεννιόμαστε από καμιά ιδέα.

Μα αρκούν αυτά. Δε θέλω πια να γράψω για το «υπόγειο».



[2φΑ]







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου