Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

"Δεληγκέκας ο λήσταρχος "





ΔΕΛΗΓΚΕΚΑΣ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ
Διήγημα του Γιάννη Τζέρπου  -  [Γλυφάδα, Γενάρης 2015]

                                                                                                                                            __________

Αφορμή για το παρακάτω κείμενο στάθηκε τούτο: Κατά το στάδιο της αισθητικής αποκατάστασης των τοιχογραφιών στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Κουρέντων Ιωαννίνων, βρέθηκε τα μάτια της εικόνας της Θεοτόκου, που είναι στο ψηλότερο σημείο της χιβάδας του Ιερού Βήματος [η γνωστή στο ορθόδοξο πλήρωμα, ως «Πλατυτέρα των ουρανών»], να είναι τυφλωμένα.
Είναι προφανές -και τούτο λόγω του ύψους της εικόνας από το δάπεδο του Ιερού Βήματος- ότι ο δράστης της βέβηλης αυτής πράξης, της ύβρεως προς το θείον, ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα και από εκεί χτύπησε το πρόσωπο, με το προσαρμοσμένο σε κοντάρι δύο τουλάχιστον μέτρων, αιχμηρό αντικείμενο.
Κανείς δεν γνωρίζει πότε και κάτω από ποιες συνθήκες πραγματώθηκε η βεβήλωση. Ούτε και σώζεται κάποια έστω παράδοση ή σχετικός θρύλος. Έτσι, τα πρόσωπα στο διήγημα που ακολουθεί, είναι φανταστικά. Θα μπορούσε ίσως, να είναι και αληθινά.
                                                                                                                  __________


Παρασκευή απόγευμα, 28 Απριλίου, του σωτηρίου έτους 18...


Έχει μόλις τελειώσει η ακολουθία του Ακαθίστου ΄Υμνου.
Οι χωριανοί αφού πήραν την ευχή του παπα-Νήφωνα έφυγαν για τα σπίτια τους.
Έμεινε μόνος του ο Γέροντας. Βγήκε και κάθισε στο χαγιάτι της Εκκλησιάς.
Σύννεφα μαύρα, φορτωμένα νερό, σηκώνουνταν από δυτικά, από τη βουνοσειρά
της Μουργκάνας. Έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο.
Έκλεισε τα μάτια του ο Γέροντας. Είπε ν’ αναπαυτεί μια στάλα.

Πέταξε με τις φτερούγες του νου του στα περασμένα.
Γόνος πολυφαμελίτικης οικογένειας.
Ευσεβείς οι γονείς του, στάθηκαν οι πρώτοι δάσκαλοί του.
Παπαδάκι στα παιδικά του χρόνια.
Ζυμώθηκε ο χαρακτήρας του μέσα στην εκκλησιά.
Φαινόταν καθαρά η κλίση του και γρήγορα άκουσε και πήρε την κλήση.
Ιερομόναχος στη Σκήτη της Αγίας Άννας στην έρημο του Αγίου Όρους.



Τι ήταν να ξεσπάσει εκείνη η θύελλα, με αφορμή την τέλεση των μνημοσύνων
το Σάββατο ή την Κυριακή. Διχάστηκε η Κοινότητα των μοναχών.
Πήρε ο γέροντας το μέρος των «Κολλυβάδων».
Καταδικάστηκαν από το Πατριαρχείο.
Επικράτησαν οι της άλλης πλευράς, οι αντικολλυβάδες.
Το καλογερικό πείσμα μεταμορφώθηκε σε μίσος και το μίσος έφερε τον διωγμό. Προτίμησε τον διωγμό «... ελόμενος μάλλον κακουχείσθαι διά την εκκλησιαστικήν αλήθειαν ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν»...
Έφυγε, όπως και πολλοί άλλοι, κυνηγημένος.


Από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, έφθασε στα Γιάννενα.
Κίνησε από εκεί κι άρχισε να περιδιαβαίνει τα ηπειρώτικα χωριά.
Με μόνο του σύντροφο το βοσκοράβδι του, ένα δισάκι περασμένο σταυρωτά
στον ώμο του και το πετραχήλι του, γύριζε χωριό το χωριό, ρωτώντας ποιό χωριό δεν έχει παπά, ψάχνοντας πού να φωλιάσει την ψυχή του.
Ήταν απόγευμα, όταν από το νότιο μέρος, έμπαινε σ’ ένα χωριό.
Στην εμπατή του χωριού φάνηκε μπροστά του πανύψηλο, τρικάμαρο καμπαναριό, και σε λίγο περίλαμπρος ναός, τρίκλιτος βασιλική με τρούλο, νεόκτιστος. 
Ένιωσε να μερμηδίζει το κεφάλι του και ρίγος να περνά το λιπόσαρκο σώμα του.

Πώς θα ᾽θελα, σκέφθηκε, τούτη η εκκλησιά να γίνει το σπίτι μου, εδώ σ’ αυτόν το ναό να φωλιάσω. Πέρασε τη μάνδρα, περιδιάβηκε το ναό κι έφθασε στην είσοδο. 
Διάβασε την ανάγλυφη, σε εντοιχισμένη πάνω από την είσοδο, πέτρα, επιγραφή:

«Εγώ ο Ιμπραήμ Καλαντζής τον καιρό μου ήμουν Σούμπασης [διοικητής] έγινα σεμπέτη [αιτία] και κτίστηκε τούτος ο ναός. Μήνας Μάγης 1774».

Χάιδεψε με τα δυο του χέρια τη δρύινη, ξομπλιασμένη με τέσσερες σειρές πλατοκέφαλα σιδερένια καρφιά πόρτα της εισόδου, κι εκείνη υποχώρησε.
Ήταν ανοιχτή. Διστακτικά πέρασε στο εσωτερικό της εκκλησιάς.
Έβγαλε τον καλογερικό του σκούφο και ψέλλισε:
«Εισελεύσομαι Κύριε εις τον οίκον Σου... »

Ασπάστηκε στο πρσκυνητάρι την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.
Σκέφθηκε -δεν θυμάται αν το μουρμούρισε κιόλας– στις διαταγές Σου, Στρατηγέ μου. 
Δεν σου ζητώ τίποτε άλλο, παρά μόνο πάρε με στη δούλεψη Σου, σαν απλό στρατιώτη... Δεν θέλω, παρά το χαλινάρι του αλόγου σου να κρατώ στον αγώνα για τη λευτεριά των αιχμαλώτων, γιατρός εσύ των ασθενούντων, και εγώ απλός νοσοκόμος... 
Προχώρησε ένα βήμα και είδε τότε, ανεβασμένη στην ξύλινη σκάλα, την εκκλησάρισσα να ανάβει τα καντήλια.

- Καλησπέρα  γερόντισσα, είπε.
- Ευλογείτε γέροντα, του απάντησε και βιάστηκε να κατέβει από τη σκάλα.
- Ο Κύριος, γερόντισσα. Πώς το λένε τούτο το χωριό;
- Κούρεντα, γεροντά μου. Κεφαλοχώρι είναι.
- Ήθελα γερόντισσα αν είναι εύκολο, να γνωρίσω τον λειτουργό σας.
- Δεν έχουμε, γέροντα, λειτουργό. Ο παπα-Κώστας που μας λειτουργούσε, κοιμήθηκε πριν ένα μήνα και η δημογεροντία ακόμη ψάχνει.

Έγινε δεκτός από τη δημογεροντία του χωριού. Συμφώνησαν από την πρώτη στιγμή. 
Δεν ζήτησε καμιά απολαβή. Στρατιώτης έκτοτε του Αγίου Γεωργίου. 
Το αγάπησε τούτο το χωριό και αγαπήθηκε από τους κατοίκους του. 
Ζυμώθηκε μαζί τους. Πάνε τώρα πέντε χρόνια από τη μέρα που ήρθε. 
Πέντε χρόνια ακάματα σπέρνει τον λόγο του Θεού και η σπορά του καρποφόρησε «εις εκατό». Πλημμυρισμένο το σπλάχνο του από βαθιά συμπόνια κι αγάπη για όλους. 
Η πόρτα από το κελί του, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, συνεχόμενο στο ναό, με την πόρτα να βλέπει προς το χαγιάτι της εκκλησιάς, είναι ανοιχτή μέρα-νύχτα. Μοιράζεται εκεί τα προβλήματά τους. Η χαρά τους χαρά του και η λύπη τους λύπη του. 
Ο λόγος του «ηρτυμένος άλατι», αυθόρμητος, λόγος αγάπης, λόγος βάλσαμο...

Μια κουκουβάγια πέταξε μπροστά του και σκόρπισε στον αγέρα το κρώξιμό της. 
Άνοιξε τα μάτια ο γέροντας. Αισθάνθηκε , στο λιπόσαρκο κορμί του, το βραδινό αγιάζι. Μπήκε στο ναό. Πήρε από το παγκάρι το υστέρημα των πιστών, το ‘βαλε στην πάνινη σακούλα και το ‘χωσε στη τσέπη του, για να το αποθέσει αργότερα, πηγαίνοντας προς το κελί του, στην κρύπτη. 
Τακτοποίησε τα άμφιά του. Άναψε το καντήλι στην Αγία Τράπεζα και γύρισε να κλείσει τα βημόθυρα της Ωραίας Πύλης...
                                                                                                                                       * * *

Μέρες τώρα τριγυρίζει, με κάθε προφύλαξη, το χωριό ο Δεληγκέκας ο λήσταρχος. 
Άνδρας πανύψηλος, θεόρατος σα δράκος κι αγριωπός στην όψη. 
Κατάμαυρα τα αχτένιστα και λερά μαλλιά του κατεβαίνουν, σα χαίτη αλόγου, μέχρι τις πλάτες του. Κάθεται απόψε ανήσυχος στην κορυφή του βουνού αντίκρυ από την εκκλησιά του Άη Γιώργη. Απόθεσε δίπλα τ’ άρματα του και ξάπλωσε ανάσκελα.

Έβγαλε από  τον κόρφο  του την καπνοσακκούλα, έστριψε με αργές κινήσεις τσιγάρο. 
Ανέσυρε από τη ζώνη του τη στουρναρόπετρα, την ίσκα και τον πυρόβολο και άναψε με άσφαλτη κίνηση το τσιγάρο. Γέμισαν τα ρουθούνια του καπνό. 
Κοίταζε ο Δεληγκέκας τον καπνό ν’ ανεβαίνει και να χάνεται στον ουρανό γράφοντας γαλάζια δαχτυλίδια. Ψήλωσε σαν τον καπνό κι ο νους του κι αναθίβανε την πολυτάραχη και πολυκύμαντη ζωή του.

Θυμήθηκε το πατρικό του σπίτι, κάπου σ’ ένα χωριό στα βόρεια, πάνω ψηλά στη Θράκη. 
Στερήθηκε από μικρός τη μάνα του. Αγέλαστος και άγριος ο κύρης του. 
Ατίθασο αυτός παιδί. Το ξύλο που ’φαγε από τα χέρια του κυρού του τον σημάδεψε και σφράγισε τον χαρακτήρα του. Ο πηλός για να γίνει κανάτι δέρνεται, του ’λεγε. 
Κανόνας του κυρού του η βία. Ή θα γίνεις άνθρωπος ή θα σε ξεπαστρέψω. 
Μέχρι και κρέμασμα, σα σφαγάρι, ανάποδα στον καπνό δέχθηκε. Δεν άντεξε. 
Έβαλε φωτιά κι έκαψε το μαντρί με τα ζώα, έφυγε κι έριξε πέτρα πίσω του. 
Δεν τους ξανάδε. Περιπλανήθηκε κυνηγημένος και διωγμένος από παντού.
Βουνό το βουνό κατέβαινε δυτικά.

- Ποια είναι τούτη η πολιτεία, ρώτησε.
- Σαλονίκη τη λένε, του ’πανε.

Μπήκε σ’ ένα καράβι. Γύρισε, κι αν δεν γύρισε λιμάνια.
Αλώνιζε τις θάλασσες, κοντραμπατζής και καπετάνιος. Δούλεψε σε πειρατικό. 
Σάλταρε αίλουρος σ’ εμπορικά καράβια. Είδε το χάρο να τον ζώνει και τον πολέμησε με το τσεκούρι στο χέρι. Δεν γνώρισε άλλο, από βία και μίσος. Κανένας φραγμός. 
Έξω από κάθε φράχτη ο Δεληγκέκας. Ανελέητος. Αδυσώπητος. Δεν τον άγγιξε ποτέ ένα χέρι στοργικό, ένα χάδι από χέρι αγάπης. Δεν άκουσε ένα λόγο γλυκό. 
Μόνος του δρόμος η βία, το μίσος. Δεν άναβε κερί, ούτε στον Χριστό, ούτε στον Αλλάχ, ούτε στο διάβολο. Δεν είχε εμπιστοσύνη, παρά μόνο στο δυνατό άνδρα.
Η ζωή του ’δωκε μόνο μίσος. Αυτό εισέπραξε, αυτό πουλάει. 

Βαρέθηκε γρήγορα τη θάλασσα. Ξεμπάρκαρε. Πιο στέρεα η γη. 
Έφθασε εδώ στα βουνά της Ηπείρου. Έφτιαξε δικό του νταϊφά. Φόβος και τρόμος για τα ηπειρώτικα χωριά. Ζούσε σαν άγριο θηρίο κυνηγημένος από την εξουσία.

Έβαλε στο στόχαστρό του την Εκκλησιά του Άη Γιώργη. Κεφαλοχώρι τα Κούρεντα. 
Εχούμενοι οι κάτοικοί του. Δεν μπορεί να μην είναι πλούσιος και ο Άη Γιώργης. 
Δεν θα πάει χαμένος ο κόπος του. Μόνο που αυτή τη δουλειά σκέφθηκε να την κάνει μόνος του, χωρίς τους συντρόφους του. Ο λύκος έχει το λαιμό χοντρό, γιατί δουλεύει μόνος του. Γι’ αυτό και μέρες τώρα παρακολουθεί το χωριό με άσφαλτες κινήσεις. 
Απόψε το πήρε απόφαση. Με το που θα πέσει το σκοτάδι, είναι η ώρα του.

Ένας αϊτός ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και φτεροζυγιάζονταν.
Άρχισε αργά- αργά να κατεβαίνει γράφοντας κύκλους.
Ξαφνικά έκλεισε τις φτέρουγές του, βούτηξε κάθετα στη γη, και νάτος πάλι, σηκώθηκε, έχοντας στα πόδια του τη λεία του.

Σαν ελατήριο πετάχθηκε όρθιος ο λήσταρχος. Νάτο το σημάδι σκέφθηκε.
Αϊτός είμαι κι εγώ και λεία μου γι᾽ απόψε ο Άη Γιώργης.


Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση του. Σε λίγο θα χαθεί πίσω από τη βουνοσειρά της Μουργκάνας. Από το καμπαναριό της εκκλησιάς του Άη Γιώργη σκόρπισε στον αγέρα ο ήχος της καμπάνας. Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου απόψε.
Καλύτερα ακόμη, μονολόγησε ο Δεληγκέκας. Θα βρω γεμάτο το παγκάρι.

Τον χώριζε από τη λεία του, δρόμος μιας ώρας περίπου. 
Ανέσυρε την πλόσκα του, την προσθήλιασε στο στόμα του, ήπιε μερικές γουλιές ρακή να ζεσταθεί ο νους του. Άρχισε να κατεβαίνει σιγά-σιγά και να πλησιάζει προς τη λεία του σα σαρκοβόρο ζώο.
Έφθασε σε απόσταση ίσα μ᾽ ένα λιθοπέτι και με κάθε προφύλαξη ανέβηκε σ᾽ ένα δένδρο απέναντι από την είσοδο του ναού. Από εκεί μπορούσε να δει κάθε κίνηση.

Η Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου μόλις τέλειωσε. Ένας-ένας οι χωριανοί φεύγανε για τα σπίτια τους. Σε λίγο απόλυτη ησυχία. Δεν ακουγόταν παρά μόνο το μελαγχολικό και παραπονιάρικο κάλεσμα του Γκιώνη και κάπου μακριά το γάβγισμα κάποιου μαντρόσκυλου. Κατέβηκε ο λήσταρχος από το δένδρο, σκαρφάλωσε στη μάνδρα του περίβολου του ναού κι από εκεί είδε καθαρά τον παπα-Νήφωνα να κάθεται στο χαγιάτι. Έμεινε εκεί ασάλευτος και περίμενε. Δεν τον χώριζαν από την είσοδο του ναού παρά μόνο λίγα μέτρα. Νάτος τώρα ο παπα-Νήφωνας σηκώθηκε και μπήκε στο ναό. Σήμανε επιτέλους η ώρα του. 

Πήδηξε ο Δεληγκέκας στο προαύλιο, διέσχισε με αργά κι αλαφροπάτητα βήματα την απόσταση που τον χώριζε από την είσοδο, έδωσε γερή κλωτσιά στην πόρτα, μπήκε στο ναό, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του και την αμπάρωσε με το σίδερο.
Κείνη τη στιγμή ο παπα-Νήφωνας έκλεινε τα βημόθυρα στην Ωραία Πύλη...
                                                                                                                                      * * *

Προχώρησε ο Δεληγκέκας λίγα βήματα κι έφθασε στο κέντρο του ναού.
Αντιλάμπισε στο φως του καντηλιού το πρόσωπό του.
Κρεμάστηκε η σκιά του στον αντικρυνό τοίχο.
Αγριομάτισε και σταυροκοίταξε γύρω του.
Είδε τον παπα-Νήφωνα στην ωραία Πύλη.
- Με την άδεια σου, και χωρίς την άδειά σου παπά, καλησπέρα, είπε.

Έβαλε τα χέρια του ο παπα-Νήφωνας σταυρωτά στο στήθος του και σιωπηλός τον αντιχαιρέτησε με μια μικρή υπόκλιση.
-” Παπά, να λείπουν οι πολλές τσιριμόνιες. Κατέβαινε το πουγγί του Άη Γιώργη και τελειώσαμε.’’
Ακίνητος και σιωπηλός ο παπα-Νήφωνας.

Καβαλίκεψε ο θυμός τον Δεληγκέκα. Φούσκωσαν στα μελίγγια του οι φλέβες. 
Γύρισε στο παγκάρι. Άνοιξε κι έψαξε τα συρτάρια και το μικρό ξύλινο ντουλάπι. 
Δεν βρήκε παρά μόνο αποκέρια και αδειανούς δίσκους. Φρένιασε. 
Τα χείλια του στρούφηξαν από την μάνητα. Μπήκε με δυο βήματα στο Ιερό. 

Ο παπα-Νήφωνας στεκόταν, τώρα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα με στραμμένο το πρόσωπό του ανατολικά, σιωπηλός κι ατάραχος. Τον άρπαξε ο Δεληγκέκας με το ζερβί του χέρι από το στήθος και με τ᾽ άλλο από τα γένια του. Κόλλησαν τα πρόσωπά τους. 
Ένιωσε ο γέροντας το χνώτο του λήσταρχου. Βρωμούσε τσιγάρο και ρακή. 
Τον ταρακούνησε με δύναμη και τον πέταξε στον τοίχο. Σκίστηκε το ράσο του γέροντα και μια τούφα από τα γένια του έμεινε στο χέρι του Δεληγκέκα.
Άγρια κι επιταχτική ακούστηκε η φωνή του λήσταρχου:
- Σου είπα, παπά, με το καλό, τα χρήματα! Δεν έχω καιρό για χάσιμο!

Με δυσκολία σηκώθηκε ο γέροντας. Συμμάζεψε το σκισμένο ράσο του κι έκρυψε το λιπόσαρκο στήθος του. Άνοιξε η βρύση των ματιών του. Δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό του. Σήκωσε ψηλά τα χέρια του προς την «Πλατυτέρα», λες και λειτουργούσε κι έψελνε «Άνω σχώμεν τας καρδίας» και κοίταζε σιωπηλός, γαλήνιος, μια την Πλατυτέρα και μια τον λήσταρχο. Φρένιασε ο Δεληγκέκας. Ένιωσε το αίμα του να κλωτσάει με δύναμη τις βασιλόφλεβες στο λαιμό του.
Του φάνηκε πως του ᾽λεγε ο παπάς:
- Σε βλέπει, Δεληγκέκα, η Παναγιά. Δεν φοβάσαι;
- Με φοβερίζεις.., βρυχήθηκε, ..με την Παναγία σου.
Τώρα θα της δείξω κι αυτηνής, να μάθει ποιός είναι ο Δεληγκέκας!

Άρπαξε το τουφέκι του. Φόρεσε τη λόγχη. Σαν αγριόγατος, μ’ ένα πήδημα, ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα, και από εκεί με τη λόγχη χτύπησε, βρίζοντας την Πλατυτέρα, στο πρόσωπο, «τυφλώνοντάς» την.
- Να, να, να...  Κατέβηκε.
- Να τελειώνουμε, αγριοφώναξε.
Για δίνεις τα χρήματα, για εδώ θα γίνει ο τάφος σου.

Ατάραχος, σιωπηλός, γαλήνιος συνέχιζε ο γέροντας να τον θωρεί.
- Λοιπόν. Αφού δεν παίρνεις από λόγια, θα σε κάνω εγώ να πάρεις με τα έργα.
Άρπαξε τον γέροντα στα χέρια του, τον σήκωσε στον αέρα και τον ξάπλωσε, σα σφαγάρι, πάνω στην Αγία Τράπεζα. Άδραξε τη λόγχη και ακούμπησε τη μύτη της στο λαιμό του, στη θέση της σφαγής.
- Λέγε! Δίνεις ή όχι τα γρόσια;

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν δυνατά ποδοβολητά στο πλακόστρωτο χαγιάτι της εκκλησιάς και χλιμιντρίσματα αλόγων. Δυνατό χτύπημα στην πόρτα ακολούθησε κι ακούστηκαν καθαρά οι φωνές:
- Παπα-Νήφωνα άνοιξε!!... άνοιξε !!... δεν ακούς;
Έμεινε στήλη άλατος ο λήσταρχος. Λευθέρωσε τον γέροντα, άδραξε τα’ άρματά του και τον κοίταζε αποσβολωμένος κι αλαφιασμένος. Βγήκε προς τον κυρίως ναό.
- Μπαμπεσιά,ψέλλισε. Με φάγανε, οι άτιμοι.

΄Ενιωθε σαν ποντικός κλεισμένος στη φάκα. Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος.
Εδώ είναι το τέλος. Η ώρα της πληρωμής ήλθε...
Ωστόσο ο παπα-Νήφωνας στάθηκε στα πόδια του. Καμπάνισε για λίγες στιγμές ο νους του, σαν να μην ήξερε τι να κάνει, τι απόφαση να πάρει...
Νέα χτυπήματα στην πόρτα... Νέες φωνές...
- Παπα-Νήφωνα, άνοιξε! Δεν ακούς;

Στάθηκε ο γέροντας στην Ωραία Πύλη. Διασταυρώθηκε το βλέμμα του με το βλέμμα του λήσταρχου.
Ατάραχος και σιωπηλός ο γέροντας του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Με γρήγορες και άσφαλτες κινήσεις σήκωσε το κατασάρκιο της Αγίας Τράπεζας κι έδειξε στον λήσταρχο την είσοδο της καταπακτής που ήταν καλά κρυμμένη, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Σύρθηκε εκεί σαν τυφλοπόντικας ο λήσταρχος.
Νέα χτυπήματα στην πόρτα... Νέες φωνές...
- Παπα-Νήφωνα !! Δεν ακούς; Άνοιξε !! Θα σπάσουμε την πόρτα !!!...’

Πέταξε από πάνω του ο γέροντας το σκισμένο ράσο του. Φόρεσε γρήγορα το πετραχήλι και το φαιλόνιο, χτένισε με τα δάχτυλα των χεριών του τα μαλλιά του, σκούπισε με το ανάστροφο του χεριού του τα δάκρυα κι απολογήθηκε, πηγαίνοντας προς την πόρτα.
- Μισό λεπτό !! Ποιός είναι;

Έβγαλε την σιδερένια αμπάρα και άνοιξε την πόρτα.
- Καλησπέρα γέροντα! Κοντεύουμε να σπάσουμε την πόρτα. Δεν ακούς;
- Καλησπέρα παιδιά μου. Ήμουνα μέσα στο ιερό και καθώς έλεγα το απόδειπνο με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος. Τι με θέλετε; Συμβαίνει τίποτε;
- Γέροντα, μάτι ανθρώπου δικού μας, μας είπε ότι, μέρες τώρα, γυρίζει στην περιοχή μας ο σκύλος ο Δεληγκέκας, ο λήσταρχος. Φαίνεται πως, μεταμφιεσμένος, πέρασε και μέσα από το χωριό μας μια και δυο φορές.
Φοβηθήκαμε μην έβαλε στόχο τον Αη Γιώργη και περάσαμε.

- Να ᾽στε καλά, παιδιά μου. Σας ευχαριστώ. Δεν πήρε το μάτι μου κάτι ύποπτο.
- Καληνύχτα γέροντα!’
- Καληνύχτα παιδιά μου! Αντέστε στην ευχή της Παναγίας.

Άκουγε ο λήσταρχος από την τρύπα του τον διάλογο και έσταζε ο ιδρώτας στο πρόσωπό του ως «θρόμβοι αίματος». Βγήκε από την κρυψώνα του και έστεκε εκεί αναποφάσιστος κοιτάζοντας, μια τη μισάνοιχτη πόρτα και μια τον γέροντα. Νηφάλιος και σιωπηλός ο γέροντας πέρασε στην Προσκομιδή. Πήρε στα χέρια του ένα πρόσφορο κι ένα μπουκάλι νάμα.
Μαζί μ’ ένα ράσο του και τον καλογερικό του σκούφο τα ᾽βαλε σ᾽ ένα δισάκι και τα ᾽δωκε στον λήσταρχο. Τον συνόδεψε μέχρι την πόρτα της μάνδρας.

Κίνησε ο λήσταρχος να φύγει. Τον κράτησε από το χέρι ο γέροντας.
Ανέσυρε από την τσέπη του το πουγγί με το υστέρημα των πιστών και το ᾽βαλε στη χούφτα του λήσταρχου. Άνοιξε την μανδρόπορτα.
Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και ψέλλισε τούτα μόνο τα λόγια:
- Στην ευχή της Παναγίας..
Έκλεισε πίσω του την μανδρόπορτα.
Τυλιγμένος στο σκοτάδι ο λήσταρχος «ως θηρίον του δρυμού» χώθηκε και χάθηκε στο δάσος.
                                                                                                                               * * *

Πέρασε ο λήσταρχος στα γνωστά του κατατόπια.
Μόνη του έγνοια να φύγει, να φύγει μακρυά, για να νιώσει ασφάλεια.
Πρέπει, πριν ακόμη χαράξει η μέρα, να βρεθεί στη σπηλιά του, εκεί που μόνο αυτός και οι αετοί φτάνουν. Εκεί είναι το σπίτι του. Εκεί θα νιώσει ασφάλεια.
Εκεί, ψύχραιμα, θα αποφασίσει για τα παραπέρα. Γόργωσε το βήμα του.
Τα μαύρα σύννεφα, φορτωμένα νερό, ανέβηκαν από δυτικά, από τη βουνοσειρά της Μουργκάνας, κι έζωσαν ολόγυρα τον ουρανό. Έτοιμος ο ουρανός να σμίξει με τη γη.

Κρύος αέρας, πρόδρομος της καταιγίδας που ερχόταν, τον έζωσε.
Φίδια λαμπερά αυλάκωναν τον ουρανό. Η καταιγίδα ξέσπασε. Τσαλαβουτώντας στις λάσπες χωρίς σταματημό ανέβαινε. Του φάνηκε πως άκουγε βήματα πίσω του, σαν κάποιος να τον ακολουθούσε. Σταμάτησε. Κοίταξε πίσω του. Αυτιάστηκε.

Δεν έβλεπε και δεν άκουγε τίποτε, παρά μόνο τη βροχή να τον μαστιγώνει και το θόρυβο του δάσους καθώς το ᾽δερνε η βροχή... Έβαλε πάλι μπροστά του το μονοπάτι κι έτρεχε, πότε γρήγορα και πότε αργά, αλαφιασμένος και το ᾽νιωθε πάλι πως κάποιος τον ακολουθεί...

Έφτασε στη σπηλιά του. Πέρασε μέσα. Καλύβωσε σταυρωτά, σβέλτα-σβέλτα, χαμόκλαδα και χοντρά ξύλα κι άναψε φωτιά. Κάθισε σταυροπόδι κι έβλεπε τις γλώσσες της φωτιάς να γλείφουν και να τρώνε λαίμαργα τα ξερά ξύλα. Μοιάζαν οι φλόγες με αναδιπλούμενο πανί σημαίας στο φύσημα του αγέρα κι έβλεπε, στο πεταλούδισμά τους, ένα πρόσωπο γυναίκας με τα μάτια τυφλωμένα και το πρόσωπο αυτό να χάνεται, να σβήνει και πάλι να εμφανίζεται, σα πρόσωπο γέροντα με δακρυσμένα μάτια και τα δάκρυα να τρέχουν προς τα διχαλωτά γένια του.

Πετάχθηκε πάνω. Κλώτσησε με μανία τη φωτιά και σκόρπισε τα ξύλα. Ένιωθε να μην τον χωράει ο τόπος, σαν άγριο θηρίο κλεισμένο στο κλουβί... Γυρνούσε νευρικά γύρω-γύρω και χτύπαγε με τις γροθιές του τους τοίχους της σπηλιάς. Κρύωνε. Ξανάναψε τη φωτιά στο βάθος της σπηλιάς.
Ξάπλωσε με το πρόσωπό του προς τον τοίχο.
«Καλύτερα έτσι, να μη βλέπω τις φλόγες», μονολόγησε.
Ζεστάθηκε το κορμί του.

Δύσκολη και παράξενη μέρα σήμερα, σκέφθηκε. Γρήγορα βάρυναν τα βλέφαρά του, έκλεισε τα μάτια του και τον πήρε ο ύπνος. Κάπου χαράματα, στο σύθαμπο, είδε όνειρο. Περπατούσε, λέει, σε τόπο άγνωστο κι έβλεπε, κάπου στο βάθος ένα ψηλό, χιονοσκέσπαστο βουνό, και αυτός, περπατώντας ανάμεσα σε δάση από καστανιές και μυρτιές, έφθασε στα ριζά του και ανηφόριζε με γυμνά τώρα πόδια και πάσχιζε να ανέβει στην κορυφή του.
Κακοτράχαλο το μονοπάτι, μάτωναν τα πόδια του, γλιστρούσε, έπεφτε και πάλι σηκωνόταν. Κι ήταν, λέει, μπροστά του ένας γέροντας, σιωπηλός, με διχαλωτά γένια, με δακρυσμένα μάτια και του ᾽δινε το χέρι του να τον βοηθήσει στην ανηφόρα...

Ξύπνησε. Η φωτιά είχε από ώρες σβήσει. Το φως της ημέρας έμπαινε στη σπηλιά. Τι να ᾽ταν άραγε, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα; Δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί. Κάρφωσε τα μάτια του στην οροφή της σπηλιάς κι έμεινε εκεί ασάλευτος. Ένιωθε μέσα του, για πρώτη φορά στη ζωή του, μια παράξενη ηρεμία, ένα κόμπο στο λαιμό του. Η καταιγίδα έξω είχε κοπάσει κι έπεφτε τώρα μόνο σιγανή, ποτιστική βροχή. Άκουγε το ψιχάλισμα της βροχής κι ένιωθε το σπλάχνο του σαν χώμα αφράτο, να δέχεται το πότισμα.

Σηκώθηκε. Συμμάζεψε τα αποκαΐδια κι άναψε φωτιά. Πείνασε. Ανέσυρε από το δισάκι το πρόσφορο και το νάμα που τον φίλεψε ο παπα-Νήφωνας. Πήρε στα χέρια του τη ξιφολόγχη να κόψει φέτες το πρόσφορο να τις πυρώσει. Σταμάτησε.
«Όχι με τούτη», μονολόγησε...

Πέταξε πέρα με οργή τη ξιφολόγχη. Έκοψε με τα χέρια του το πρόσφορο και το πύρωσε. Γιομάτισε με ψωμί και κρασί, τα θεμέλια της ζωής... Δεν θυμόταν να ᾽φαγε πιο νόστιμο φαγητό. Έθρεψε τη φωτιά με μπόλικα ξύλα. Θέριεψαν και σηκώθηκαν οι φλόγες. Κάθισε σταυροπόδι δίπλα στη φωτιά, ζεστάθηκαν τα κόκκαλα του.
Ένιωσε ένα μερμήδιασμα στο κεφάλι του. Του φάνηκε πως άνοιγαν οι ραφές στο κορκοκέφαλο του κι έμπαινε μέσα του ένα φως, μια ζεστασιά. Χούφτωσε σφιχτά το κεφάλι του με τα δυο του χέρια να μη σπάσει, έκλεισε τα μάτια του κι έμεινε εκεί ασάλευτος. Έβραζε ολόκληρος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν μέσα του. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Η μόνη κίνηση που έκανε, ήταν να θρέφει με ξύλα τη φωτιά.

Κουκούβισε δίπλα της και περίμενε. Τι περίμενε; Ούτε κι αυτός δεν γνώριζε.
Τον πήρε εκεί πάλι ο ύπνος. Ξύπνησε και τα πάντα γύρω του σκοτεινά.
Πήγε στην εμπατή της σπηλιάς. Τα σύννεφα, αφού ξεφόρτωσαν το νερό που κουβαλούσαν, έφυγαν. Ο ουρανός ήταν πια καθαρός. Από τη θέση της πούλιας κατάλαβε ότι όπου να ᾽ναι θα χαράξει η καινούργια μέρα.
Καμπάνιζε ο νους του αναποφάσιστος ποιο δρόμο να πάρει. Ένα σκουλήκι του φάνταζε η ψυχή του, κλεισμένη στο κουκούλι, και σε μια νύχτα μέσα έγινε χρυσαλίδα, και τώρα να, τρύπησε η χρυσαλίδα το κουκούλι και βγήκε μια ολάσπρη πεταλούδα που δοκιμάζει δειλά-δειλά να πετάξει.

Πρώτη φορά τo ᾽νιωσε, πόσο δίπλα από τον δρόμο του μίσους είναι ο δρόμος της αγάπης. Χάρη στην αγάπη είναι ζωντανός. Μια φωνή σηκώθηκε μέσα του.
Φώναζε και ρωτούσε: Μίσος ή αγάπη; Αγάπη ή μίσος;
Λεύτερος είσαι. Μπορείς να διαλέξεις. Η ευθύνη δική σου.
Γύρισε προς τα μέσα αποφασισμένος.

Κρεμάστηκαν μέσα του τα λόγια του παπα-Νήφωνα: «Στην ευχή της Παναγίας».
Αναζήτησε τ᾽ άρματά του. Έκοψε με την ξιφολόγχη μια βέργα διχαλωτή και τα πέταξε με οργή και περιφρόνηση στο βάθος της σπηλιάς.
Φόρεσε πάνω από τα ρούχα του το ράσο του παπά και μάζεψε τα μαλλιά του κάτω από τον καλογερικό σκούφο. Πέρασε το δισάκι του σταυρωτά στον ώμο του, άδραξε το καινούργιο του ντουφέκι, τη διχαλόβεργα, και βγήκε θαρρετά από τη σπηλιά.

Στην ανατολή, κείνη την ώρα είχε κρεμασθεί ένα μπόι ο αυγερινός.
Εμπρός στο δρόμο του... πήγε να πει «του θεού», αλλά είπε «της άσπρης πεταλούδας»....
Ήταν σα να ᾽λεγε, της αγάπης.
Χώθηκε και χάθηκε στο δάσος...
                                                                                                                                 * * *

Τα λαγωνικά πήραν τον ντορό μου, σκέφθηκε. Πρέπει να φύγω από τούτα τα μέρη.
Να χαθώ κι απ᾽ τους συντρόφους μου. Να χάσουν τα ίχνη μου. Το ράσο κι ο σκούφος του παπά καλά με κρύβουν. Έβαλε τη στράτα μπροστά και τράβηξε κατά την ανατολή, μέρες, νύχτες, βδομάδες, κρύωνε, πεινούσε.
Πήγαινε και δεν ήξερε που πήγαινε. Έπεφτε η νύχτα και πουθενά δεν έβλεπε ένα παράθυρο με φως, μια πόρτα ανοιχτή, λίγη ζεστασιά από αναμμένο τζάκι, χνώτο ανθρώπου να μυρίσει, ν᾽ αλλάξει μια κουβέντα γλυκιά.

Μέρες τώρα κρεμάστηκε μπροστά του μια χιονισμένη τριγωνική κορφή.
Έλαμπε στον ήλιο και καθώς έσχιζε τον ουρανό έμοιζε με αστέρι.
Τούτο το αστέρι θα βάλω σημάδι και θα κάνω οδηγό μου, σκέφθηκε.
Νάτος ο δρόμος που θα ακολουθήσω.

Πήγαινε, πήγαινε. Δε ρωτούσε πια πού πήγαινε, λες κι ήξερε. Κι όσο προχωρούσε προς το αστέρι του, τόσο αυτό μεγάλωνε, μέχρι που ᾽γινε βουνό κι ερχόταν καταπάνω του κι όλο μεγάλωνε και μεγάλωνε. Κοίταζε ξαφνιασμένος το χιονοσκέσπατο βουνό με τα χιόνια του, σα χαίτη αλόγου να χύνουνται προς τα κάτω και να χάνονται στις ρεματιές, και μια θεϊκιά απόκοσμη γαλήνη γέμιζε το σπλάχνο του.

Μεσημέρι ήταν όταν η στράτα τον έφερε έξω από μια στάνη.
- Ώρα καλή παπούλη! Την ευχή σου! Κόπιασε να ξεκουραστείς, να πιείς μια ρακή, μια κούπα κρασί να στυλωθείς, του φώναξε ο βοσκός.
Γύρισε πίσω του να δει ποιός παπούλης τον ακολουθούσε. Δεν σκέφθηκε ότι ο ίδιος φορούσε ράσο και σκούφο καλογερικό.

Πήγε να πει: - Την ευχή του Κυρίου να ᾽χεις τέκνον μου, αλλά φοβήθηκε... δεν φοβήθηκε... ντράπηκε.
- Καλωσύνη σου πατριώτη, είπε, και πέρασε μέσα στο μαντρί.
- Γυναίκα.., φώναξε ο βοσκός, ..φέρε ένα σκαμνί και την τάβλα.
Έχουμε μουσαφίρη.

Βγήκε από την αχυροκαλύβα μεσόκοπη, μαυροντυμένη γυναίκα, γερασμένη πριν την ώρα της, κρατώντας στα χέρια της το σκαμνί και την τάβλα.
Βάλανε την τάβλα ανάμεσά τους οι άνδρες και ήρθε σε λίγο ζυμωτό ψωμί, χλωρό τυρί και μια κανάτα κρασί με δυο ποτήρια.
- Καλώς όρισες, παπούλη. Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος. Μείνε, αν θέλεις, απόψε στο φτωχικό μας και αύριο με το καλό καινούργια μέρα.
- Ευχαριστώ πατριώτη. Περαστικός είμαι από τον τόπο σας.
Είναι ανάγκη. Πρέπει να φύγω.

Πήρε ο τσοπάνης στα χέρια του το ψωμί, το ᾽κοψε φέτες και τ’ απίθωσε μπροστά στον παπούλη. Γέμισε τα ποτήρια κρασί. Έκανε τον σταυρό του τρεις φορές.
- Καλή μας όρεξη, είπε.
Έκανε κι ο «παπούλης», πρώτη φορά στη ζωή του, τρεις φορές τον σταυρό του κι ευχήθηκε με τη σειρά του.
- Στην  υγειά σου πατριώτη!, και σήκωσε το ποτήρι.
- Καλή  ιερωσύνη!, ευχήθηκε ο τσοπάνης, και τσούγκρισαν.

Βιαζόταν ο Δεληγκέκας να φύγει. Ανέβηκε μέσα του μια ανησυχία, ένας φόβος καλύτερα, μη τυχόν ο καλός τσοπάνης του ζητήσει τίποτε «παπαδικά», καμιά ευχή για τους γέροντες κατάκοιτους γονείς του, κανένα αγιασμό για τα ζωντανά του, και τότε...
Σαν γιομάτισαν σηκώθηκε ο μουσαφίρης να φύγει.
- Να πάρεις κάτι για τον δρόμο, του είπε.
Φώναξε κι έφερε η μεσόκοπη γυναίκα ζυμωτό ψωμί και τυρί.
- Δος μου και την πλόσκα σου να τη γεμίσει το κορίτσι κρασί.

Μαρία... φώναξε. Έλα, κορίτσι μου, να σε χαρώ.
Πάρε την πλόσκα του παπούλη να τη γεμίσεις κρασί από το βαρέλι.
Ένα κορίτσι, ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών, βγήκε από την αχυροκαλύβα. Κρατούσε στο ένα της χέρι ένα μπαστουνάκι που το ᾽ριχνε μπροστά χτυπώντας ρυθμικά τη γης. Ήταν ο οδηγός της.
Σήκωσε το άλλο της χέρι κι έψαχνε στον αέρα να πιάσει την πλόσκα.
Το κεφαλάκι της ήταν ακίνητο. Τα μάτια της δεν έπαιζαν.......

- Δεν  έχει το φως της, είπε ο πατέρας. Κάθε πόρτα, παπά μου, έχει και το καρφί της.
Το δικό μας έτυχε να είναι πολύ πλατυκέφαλο. Καθένας με τον σταυρό του, αλλά ο δικός μας έλαχε πολλά βαρύς. Δοξασμένος να ᾽ναι ο Κύριος.
Είναι τουλάχιστο στον απάνω κόσμο, συμπλήρωσε.

Ρίγος πέρασε στις φλέβες του «παπούλη».
Ένας κόμπος έφραξε τον λαιμό του.
Ωστόσο, γέμισε η μεσόκοπη γυναίκα το δισάκι του με ζυμωτό ψωμί και τυρί, τα πέρασε ο Δεληγκέκας σταυρωτά στον ώμο του.
- Πες μου πατριώτη και τούτο το τελευταίο, πριν να φύγω. Ποιο είναι τούτο το βουνό μπροστά μας; κι έδειξε την τριγωνική χιονοσκέσπαστη κορυφή που μέρες τώρα έρχεται κατεπάνω του.
- Το βουνό της Σιωπής, παπούλη...
- Το βουνό της Σιωπής;
- Το Άγιον Όρος. Το περιβόλι της Παναγιάς.
Μεις το λέμε και βουνό της Σιωπής. Τόπος γαλήνης κι άγιας μοναξιάς.
Εκεί μπαίνεις κούτσουρο κι ανθίζεις, όπως ξέρεις συ καλύτερα από μένα.

Έσφιξε ο Δεληγκέκας γερά το χέρι του τσοπάνη και τον ευχαρίστησε για τη φιλοξενία.
Έσκυψε να φιλήσει το κεφαλάκι της Μαρίας και με τρόπο, χωρίς να καταλάβουν τίποτα ο πατέρας και η μάνα της, έβγαλε από την τσέπη του το πουγκί του Άη Γιώργη που του ᾽δωσε φεύγοντας ο παπα-Νήφωνας και το ᾽βαλε στην τσέπη της.
Φίλησε τη Μαρία στο κεφαλάκι της, άδραξε τη διχαλόβεργα, κοίταξε τη χιονοσκέπαστη κορυφή και πήρε πάλι τη στράτα.

Γόργωσε το βήμα του σα να τον κυνηγούσαν. Μπερδεύονταν μέσα του και δεν μπορούσε να βάλει τάξη. Άκουγε ανάκατες φωνές, «παπούλη», «καλή ιερωσύνη, «όρος Σιωπής», «κούτσουρο που ανθίζει», «στην ευχή της Παναγίας»... Έβλεπε μπροστά του, σαν οπτασία παλλόμενη στον αέρα, την πλατυτέρα του Άη Γιώργη, πληγωμένη στο φως της, τα δακρυσμένα μάτια του παπα-Νηφωνα, τα δυο ματάκια της μικρής Μαρίας σα δυο σβησμένα κάρβουνα στο θλιμμένο προσωπάκι της...

"Δεν μου αξίζουν, μονολόγησε, και δεν μου ανήκουν τούτα.
Να ᾽μαι τουλάχιστον αυτός που είμαι", κι έβγαλε το ράσο και το καλογερικό σκούφο και τα ᾽χωσε βαθιά στο δισάκι του. Ο ήλιος έπαιρνε τον κατήφορο κατά τη δύση όταν χώθηκε σε μια ρεματιά και πήρε το ρέμα.
Πυκνό δάσος από κουμαριές και πλατύφυλλες καστανιές μπόδιζαν τον ήλιο να περπατάει δίπλα του. Τσάκισε κι έτριψε δυο κλώνους μυρτιάς. Τι μυρωδιά ήταν εκείνη που χύθηκε γύρω του, τι ευτυχία, τι ερημιά, τι γαλήνη. Δεν άκουγες παρά μόνο το κελάρυσμα του νερού, καθώς έτρεχε στο ρέμα, το ψιθύρισμα του δάσους στο απαλό φύσημα του αγέρα και κάπου κρυμμένο, στους θάμνους, το κελάδισμα του αηδονιού.
          
Πήρε τον ανήφορο, βγήκε στο ξέφωτο, στην κορυφή, αγνάντεψε την απεραντοσύνη της θάλασσας και του ουρανού, κι ανάμεσα τους είδε να σελαγίζει στους αιθέρες, κτισμένο «επί πτερύγων ανέμων», πάνω σε απόκρημνο θαλασσοδαρμένο βράχο, θεόρατο κτίριο με πολλά πατώματα, με πύργο να δεσπόζει στο κέντρο του, και δίπλα στον πύργο, πανύψηλο κυπαρίσσι να σχίζει τον ουρανό και να κατοπτεύει, σαν περισκόπιο, την γύρω περιοχή.

Αισθάνθηκε να τον πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό και βαθιά μέσα του την ανάγκη να μιλήσει με άνθρωπο. Ν᾽ ανοίξει σε κάποιον την καρδιά του.
Ν᾽ ακουμπήσει πάνω του, να ξαλαφρώσει. Να ξεφορτώσει το βάρος που πατούσε σα μυλόπετρα το στήθος του.
Πήρε να κατηφορίζει. Δεν τον χώριζε πια από την είσοδο παρά μια ντουφεκιά τόπος.
Κείνη την ώρα νοσταλγικός και μαυλιστικός σκόρπισε στον αγέρα, γλυκόλαλος ήχος από ξύλινο σήμαντρο. Άκουσε καθαρά να του φωνάζει, έλα, έλα, σε περιμένω.

Ο ήλιος, έτοιμος να βυθισθεί στη θάλασσα, έστελνε το τελευταίο χαμόγελό του και ο αποσπερίτης κρεμάστηκε στον ουρανό. Καλησπέρησε τον πορτάρη και πέρασε μέσα. Άκουσε πίσω του να κλείνει, με θόρυβο, η βαριά πόρτα του μοναστηριού.
Η μέρα τέλειωσε. Αύριο θα ξημερώσει καινούργια...
                                                                                                                                * * *

Καλύβωσε και φίλιωσε σταυρωτά λίγα φρύγανα ο γέροντας, άναψε φωτιά, έβρασε λίγο τσάι να δειπνήσει με λίγες ελιές και παξιμάδι. Κάθισε στο αχυρένιο στρώμα του.
Ακούμπησε, σχεδόν, το κεφάλι του στα μαζεμένα πόδια του, έδεσε τα γόνατά του με τα χέρια του. Κίνησε, στο αριστερό του χέρι, να γυρίζει το κομποσκοίνι του.
Κι όπως εκείνο, κόμπο-κόμπο γύριζε, έτσι μια-μια ανέβηκαν στο νου του οι θύμησες.

Κύλησε μπροστά του η ασκητική ζωή του, σαν κινηματογραφική ταινία, σαν ποτάμι που τρέχει ασταμάτητα και χάνεται και χωνεύει στη θάλασσα. Τριάντα χρόνια πέρασαν από κείνο το απόγευμα που διάβηκε την πόρτα του μοναστηριού και είπε στον πορτάρη:
- Θέλω να δω τον Γούμενο.
Κατάλαβε ο ηγούμενος την αμηχανία του και την ταραχή του. Τον πήρε από το χέρι, σαν πατέρας που οδηγεί τον γιο του την πρώτη μέρα στο σχολειό, και τον οδήγησε στο ναό. Μπήκαν στο εξομολογητήριο. Ήταν σκοτεινά και μύριζε λιβάνι. Κάθισαν δίπλα-δίπλα. Άναψε ο γέροντας το καντήλι. Φως ιλαρό χύθηκε γύρω τους. Φάνηκαν, στο σύθαμπο, κρεμασμένες στον τοίχο, οι μορφές των αγίων. Αντιλάμπησαν στο απαλό φως του καντηλιού τα λιπόσαρκα πρόσωπά τους.

- Ήρθα, είπε. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Δεν ξέρω πώς να σε λέω.
Είναι η πρώτη φορά που...
- Καλώς όρισες παιδί μου. Λέγε με γέροντα. Ηρέμησε. Άνοιξε την καρδιά σου. Μίλησέ μου για τη ζωή σου, αν θέλεις. Θα το δεις και μόνος σου, θα ξαλαφρώσεις...
- Από πού, γέροντα, να ξεκινήσω και πού να τελειώσω.
Ένα κουβάρι μπερδεμένο το μυαλό μου κι άκρη δεν βρίσκω.
Βούρκος σωστός η καρδιά μου…’

Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό του. Κρύωνε...
Ρίγος έζωσε τις φλέβες του. Ένιωσε σαν να τον κυριεύει φόβος.
Όχι δεν ήταν φόβος. Ντροπή ήταν. Βρήκε ωστόσο το θάρρος.
Άνοιξε την καταπακτή. Λύθηκε κι άνοιξε αυλάκι η γλώσσα του...
Άρχισε να τρέχει ο βούρκος και να αδειάζει σιγά-σιγά η καρδιά του.
Ξεδίπλωσε όλη τη ζωή του. Δάκρυα καφτά, κάθε τόσο, αυλάκωναν το πρόσωπό του.

- Πες μου γέροντα, είπε, σαν τέλειωσε. Μπορεί το στραβό ξύλο να ισιώσει;
Μπορεί να ανθίσει το καμένο κούτσουρο;
Μπορεί να ανθίσει και να δέσει καρπό το καμένο κλήμα, γέροντα;
- Μπορεί τέκνον μου, μπορεί! Μα θέλει μπόλικο πότισμα και πότισμα όχι με νερό, αλλά με δάκρυα.
- Πάρε με γέροντα στη δούλεψή σου.
- Λεύτερος  είσαι. Δική σου η απόφαση. Εγώ δίπλα σου θα ᾽μαι.
Τούτο μόνο το λόγο ακόμη και ζύγιασέ τον καλά.
Το κρασί που διάλεξες να πιεις, είναι πολύ αψύ και θέλει γερό στομάχι...

Μπήκε, από την άλλη κιόλας μέρα, στη δούλεψη του μοναστηριού, δόκιμος μοναχός. Σαν το φίδι που αφήνει πέταξε κι αυτός από πάνω του, στην άνοιξη της καινούργιας ζωής του, τα ρούχα  που φορούσε, έβγαλε από το δισάκι του και φόρεσε το ράσο του παπα-Νήφωνα. Έγινε βοηθός στα διάφορα διακονήματα. Αμπελίκος, βαγενάρης, αρσανάρης και βουρδουνάρης μαζί.

Ολημερίς, ακούραστα, πρόθυμα και πάνω απ’ όλα υπάκουα, αυτός να κλαδέψει, να σκαλίσει, να γυαλοπετρίσει, να βλαστολογήσει, να τρυγήσει, να ρουπώσει τα βαρέλια, να καλαφατίσει τις βάρκες, να διαμορφώσει το λιμάνι, να πεταλώσει τα άλογα και το βραδάκι να κάθεται στα πόδια του γέροντα, να δίνει την αναφορά του σαν καλός στρατιώτης και να κρέμεται από τα χείλη του.
Να δέχεται τον λόγο του γέροντα, όπως το δουλεμένο αφράτο χώμα του αμπελιού δέχεται τη ποτιστική βροχή και δεν τη χορταίνει. Έμαθε να διαβάζει και να καταλαβαίνει τα εκκλησιαστικά βιβλία. Έμαθε να γράφει.

Τι χαρά και τι συγκίνηση ήταν εκείνη που ένιωσε όταν, σαν μαθητής, τον κάλεσε ο γέροντας και είπε, μπροστά σ’ όλους τους αδελφούς, από στήθους, τον Ν΄ Ψαλμό.
Πέντε ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτή η δοκιμασία του. Ήταν ο αγαπημένος μαθητής του γέροντα. Έτοιμος πια για την κουρά.
Ξεχωριστή ήταν η συγκίνησή του, όταν ο ίδιος με τη θέλησή του, τρεις φορές πήρε από τον δίσκο κι έδωσε στο γέροντα το ψαλίδι για την κουρά, υπακούοντας στην εντολή:
«Λάβε το ψαλίδιον τούτο και επίδος μοι αυτό».
Και το όνομα αυτού, Ζωσιμάς.
Και από αμπελίκος, βαγενάρης και αρσανάρης -λες και πήρε προαγωγή- έγινε αρχοντάρης, υπεύθυνος για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών, προσμονάρης, φύλακας, με πολύ σεβασμό, των ιερών κειμηλίων της Μονής και αρχειοφύλακιας..

Βάραιναν τα  χρόνια στο κορμί του γέροντα. Το φως του χανόταν λίγο-λίγο μέχρι  που ’σβησε  τελείως. Τον ζήτησε  κοντά του, για υποτακτικό του. Το ’χε  κρυφό  καμάρι  πούγινε  η  σκιά του, πούγινε ο φύλακας Άγγελος του. Τώρα, μετά  από τόσα χρόνια, είναι  ακόμη γραμμένο ζωντανά στη  μνήμη του κείνο το Αυγουστιάτικο  βραδάκι.
Υποβαστάζοντας τον γέροντα, βγήκαν από τη Μονή, πήραν το  στενό  μονοπάτι και  κάθισαν  στο  κιόσκι. Ήταν μια ξύλινη κατασκευή, σα χελιδονοφωλιά, στην άκρη απόκρημνου βράχου. Ήταν η αγαπημένη θέση του γέροντα. Το φεγγάρι μόλις είχε  προβάλλει ζωγραφίζοντας στην ακύμαντη θάλασσα χρυσό ποτάμι.

Δεν ακουγόταν τίποτα. Απόλυτη σιωπή, παράξενη, λες και ησύχαζε επίτηδες τούτος  ο  κόσμος του μοναστηριού, για να μπορέσει  να αφουγκραστεί καλύτερα τον έξω  κόσμο. Βήματα ακούστηκαν στο μονοπάτι. Τρία νέα παιδιά πρόβαλαν. Ήλθαν, καλησπέρισαν, πήραν την ευλογία του γέροντα και κάθισαν δίπλα τους.
Τους  χώρισε, για λίγες μόνο στιγμές σιωπή .
- Γέροντα, είμαστε φοιτητές από την  Αθήνα. Μένα, με λένε Πολυχρόνη. Μαζί με τους φίλους μου, τον  Γιάννη και τον Γιώργο, είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε προσκυνητές στο περιβόλι της Παναγίας.
- Καλώς ορίσατε, παιδιά μου. Σας εύχομαι ο καθένας σας να βρει το δικό του πορτολάνο για τον Θεό.
- Αυτό τον πορτολάνο ψάχνουμε, γέροντα, συνέχισε την κουβέντα ο Γιώργος.
Αυτή η αναζήτηση μας έφερε μέχρις εδώ .

Νέα  σιωπή . Πήρε  σε  λίγο τη  σκυτάλη ο  Γιάννης .
- Γέροντα, είπε. Αναλώσατε τη ζωή σας στο Μοναστήρι συνομιλώντας με τον Θεό. Ήπιατε το ποτήρι της ζωής σχεδόν μέχρι το τέλος. Τώρα που είστε κοντά στην έξοδο, τι θα λέγατε σε μας; Ποιο είναι το κλειδί για να ανοίξουμε το σεντούκι, που κρύβει μέσα του τον πορτολάνο;
- Ο εγωισμός, τέκνον μου, είπε ο γέροντας. Αυτός είναι η πηγή κάθε κακού. Αυτό  το θηρίο να πολεμήσετε. Αυτός είναι ο μινώταυρος. Αυτός δεν σε αφήνει ν’ απλώσεις το χέρι σου στον διπλανό σου, στον πλησίον σου και χέρι που δεν απλώνεται με αγάπη στον διπλανό του, το βρίσκει ο διάβολος.
Το ξέρω, είναι πολύ ανηφορικός ο δρόμος. Πάρτε τον όμως, και όσο ανεβείτε...

Έπεσε και τους χώρισε καινούργια σιωπή. Κλείστηκε ο καθένας στον εαυτό του. Σηκώθηκαν και πήραν το μονοπάτι. Στην είσοδο του μοναστηριού σταμάτησε ο γέροντας. Γύρισε. Άπλωσε τα  χέρια του και αγκάλιασε και τους τρεις.
Τούτο μόνο τον λόγο ακόμη, είπε. Πολυχρόνη, Γιάννη, Γιώργο, ακούστε με.
Γυρίστε στον κόσμο, στους γονείς σας, στους φίλους σας, στα μαθήματά σας.  Διαβάστε. Σπουδάστε. Αποκτήστε όσο περισσότερο φως μπορείτε.
Μη ξεχνάτε όμως τούτο: Για να βρεις την αλήθεια δεν έχεις ανάγκη από φως, αλλά από καινούργια μάτια..
Φίλησαν τα παιδιά το χέρι του  γέροντα και τον  καληνύχτησαν.

Κύλησαν έτσι δέκα χρόνια... Ο γέροντάς του ετοιμάστηκε για την έξοδο.
Αυτός δίπλα του, δεξί του χέρι στις δύσκολες ώρες, που τον άφηναν και τον εγκατέλειπαν οι σωματικές δυνάμεις του.
- Παιδί μου Ζωσιμά, του είπε το τελευταίο βράδυ.
Φεύγω για να ετοιμάσω τόπον εκεί.
Μόνη μου πια προσδοκία... η φωνή της σάλπιγγος.

Έφυγε ο γέροντάς του κι έφυγε κι αυτός από το μοναστήρι.
Δεν τον χωρούσε εκεί ο τόπος άλλο. Τράβηξε κατά την έρημο.
Αγνάντεψε από μακριά, λαμπρό από μάρμαρο, κωδωνοστάσιο και γύρω-γύρω του καλύβες.
- Ποια είναι αυτή η Σκήτη, ρώτησε.
- Τα «Καυσοκαλύβια».. του είπαν, ..η Θηβαΐδα του Αγίου Όρους.
Εδώ, αν σου πιάνει το χέρι, θα μάθεις να ζωγραφίζεις και να δουλεύεις το ξύλο.

Ζήτησε και του δώσανε στέγη. Έμεινε εκεί δυο ολόκληρα χρόνια.
Ζορίστηκε. Πάλεψε. Αγωνίστηκε.
Χέρι που ήταν μαθημένο να κρατάει ντουφέκι και τσεκούρι δεν κρατάει εύκολα πινέλο, δεν πελεκάει εύκολα το ξύλο.
Έσπασε πολλές σανίδες. Έχυσε κουβάδες το χρώμα.
Πελέκησε κι αν δεν πελέκησε ξύλα. Στο τέλος έστρωσε. Νίκησε.

Λαχτάρησε να μείνει μόνος, να ταλαιπωρηθεί, να διψάσει, να πεινάσει.
Κι ένα πρωί, χαιρέτησε τους αδελφούς, πήρε στο δισάκι του πινέλα, σκαρπέλα, χρώματα και παραμάσκαλα το ψαλτήρι κι έφυγε.
Περιπλανήθηκε στο βουνό ψάχνοντας το λημέρι του.
«Μέσα στις σπηλιές ανδρώθηκα, είπε, μέσα σε σπηλιά θα κλείσω τον κύκλο μου. Αυτό είναι το σπίτι μου».

Φώλιασε σαν πετροχελίδονο στα Καρούλια. Έκλεισε την εμπατή μιας σπηλιάς με σανίδες και φύλλα τσίγκου. Τρεις σανίδες όλες κι όλες το κρεβάτι του με ένα αχυρένιο στρώμα και ένα τραπεζάκι, καμωμένο με τα χέρια του, το γραφείο του.
Έσκαψε, λείανε και σοβάτισε το εσωτερικό, το απέναντι από την εμπατή, μέρος της σπηλιάς κι εκεί έβαλε όλη την τέχνη που ᾽μαθε στα Καυσοκαλύβια.
Στόρησε με ζωηρά χρώματα στη μέση του τοίχου, την πλατυτέρα με τα χέρια Της σε έκταση, ν᾽ αγκαλιάζει όλη τη σπηλιά. Κάτω, δεξιά της πλατυτέρας, ζωγράφισε ένα παππούλη, με το βλέμμα του προς την Παναγία και τα χέρια του να λένε «Άνω σχώμεν τας καρδίας» και κάτω, αριστερά Της, ένα λήσταρχο, να σημαδεύει το πρόσωπό Της με το ντουφέκι, από την κάνη του οποίου, αντί για λόγχη, να βγαίνει ένας ολάσπρος κρίνος.

Είκοσι χρόνια τώρα ζει, τρυπωμένος σ᾽ αυτή την σπηλιά.
Μόνοι του συγκάτοικοι τα θαλασσοπούλια, τα τσακάλια και οι αλεπούδες.
Τόσα χρόνια να πελεκάει ξύλα και να ελευθερώνει από μέσα τους χτένες, κουτάλια, γουδιά, κλειδοπίνακα και σταυροφόρες.
Είκοσι χρόνια να κατεβαίνει, μια φορά το μήνα, στην κοντινή Σκήτη, να δίνει εκεί τα έργα των χειρών του για να πάρει, κάθε φορά, μόνο τα αναγκαία, όσο-όσο να κρατάει όρθιο το κορμί του, λίγο λάδι για το καντήλι, λίγες ελιές και παξιμάδι, και τούτο «ίνα μη ουδένα επιβαρήσαι» και τρώγει δωρεάν «άρτον αργόν».

Είκοσι χρόνια εδώ, να παλεύει με τους δαίμονες και με τη σάρκα του. Έρεψε πια το κορμί του, κουφάλιασαν τα δόντια του, έπεσε η μαύρη χαίτη του και στη θέση της μείναν λίγα, κάτασπρα πλέον μαλλιά, τρίφτηκαν τα ράσα του, κόλλησαν τα κόκαλα του στη σάρκα του.
Μόνο η ψυχή του στέκεται ακόμη όρθια και αντιστέκεται.
Πότε πέρασαν, αλήθεια, είκοσι χρόνια;
Σήκωσε το κεφάλι του ο γέροντας. Γύρισε το πρόσωπό του στο βάθος της σπηλιάς. Αντιλάμπισε στο φως του καντηλιού το πρόσωπο της πλατυτέρας.
Βάραιναν τα μάτια του. Ψέλλισε το «ελέησόν με ο θεός»... και τον πήρε ο ύπνος.

Εκεί, κατά τα χαράματα, είδε όνειρο. Είδε, λέει, τον παπα-Νήφωνα να βαδίζει, σχεδόν να τρέχει μπροστά του σε ένα στενό ανηφορικό μονοπάτι. Γκρεμός κακοτράχαλος έχασκε δεξιά και αριστερά. Ανέμιζαν στον αγέρα τα μαλλιά του, τα διαχαλωτά γένια του και το ράσο του. Κράταγε στο τεντωμένο ψηλά δεξί του χέρι λάβαρο. Ανέμιζε στο αγέρα το λάβαρο και φαίνονταν καθαρά ζωγραφισμένο στο πανί του πρόσωπο γυναίκας. Κάθε τόσο γύριζε ο γέροντας και του ᾽γνεφε:
Έλα, μη σταματάς, προχώρα!

Αγωνίζεται αυτός να τον φθάσει, αλλά δεν μπορεί. Σαν να τον κρατάει κάτι, μια δύναμη που δεν βλέπει. Τρέχει ξοπίσω του, τεντώνει το χέρι του, πέφτει, ματώνει, σηκώνεται, ξαναπέφτει, αγωνίζεται να τον φτάσει, του γνέφει αυτός, έλα, μη σταματάς, προχώρα, και εκεί, πάνω στην προσπάθειά του, να γκρεμίζεται στα βάραθρα........

Πετάχθηκε όρθιος ο Ζωσιμάς λουσμένος στον ιδρώτα.
Έτριψε την καύτρα στο φιτίλι του καντηλιού, δυνάμωσε η φλόγα.
Πάλι το ίδιο όνειρο Παναγία μου, μονολόγησε. Δεν μπορεί, σημάδι είναι.
Δυο μήνες τώρα με βασανίζει. Δυο μήνες έχασα τον ύπνο μου.
Δεν τον χωρούσε άλλο η σπηλιά. Από τις χαραμάδες της πόρτας έμπαινε το φως της ημέρας που ερχόταν. Άνοιξε την εμπατή. Πήρε το ανηφορικό μονοπάτι και βγήκε στην κορυφή. Κάθισε εκεί στη γνώριμη θέση του. Βύθισε το βλέμμα του, για να νιώσει άλλη μια φορά τη μικρότητά του, στην απεραντοσύνη της θάλασσας και τ᾽ ουρανού. Η άνοιξη μόλις που κίνησε να κάνει τα πρώτα της βήματα.

Ο ήλιος μόλις που έστειλε την πρώτη καλημέρα του στην χιονοσκέσπαστη ακόμη, κορυφή του Άθωνα κι εκείνη έλαμψε πλημμυρισμένη από φως. Ξεχείλισε το φως, πήρε σιγά-σιγά να κατεβαίνει στις ρεματιές, να πηδάει από κορυφή σε κορυφή, να φτάνει τέλος στους πρόποδες, από την μεσημβρινή πλευρά, όπου εκτείνονται σε κατηφοριά προς τη θάλασσα, τα φοβερά στη θέα «Καρούλια».
Το ξαπαγιασμένο βουνό άρχισε να ζεσταίνει. Πού και πού τα φύτρα της ζωής, κρυμμένα στη γης, ράγισαν την ταφόπετρα του χειμώνα και πρόβαλαν το πράσινο κεφαλάκι τους να δουν και να χαιρετήσουν τον ήλιο.
Ένας αϊτός ξεπρόβαλε από την Ανατολή, ανέβηκε ψηλά και ζυγαριάστηκε εκεί, σχεδόν ακίνητος, για αρκετή ώρα. Κίνησε σε λίγο να κατεβαίνει, γράφοντας κύκλους στον αγέρα και ήρθε και κάθισε στην κορυφή ενός δένδρου απέναντι από τον γέροντα.
Έλαμπαν στον ήλιο τα καφετιά φτερά του και φαίνονταν καθαρά το νυχιά του και το γαμψό ραμφί του. Και άλλο σημάδι τούτο, σκέφθηκε.

Κακό σημάδι του φάνηκε. Πέρασε από το μυαλό του το χειρότερο.
«Λες να... Όχι, όχι. Ούτε που να το σκέφτομαι δεν θέλω...
Κάλεσμα είναι, όχι θάνατος. Πρέπει να πάω...
Θα πάω το απόγευμα στο γέροντα μου να πάρω την ευλογία του.
Φεύγω αύριο κιόλας.»

Ο ήλιος ανέβηκε ένα μπόι στον ουρανό.
Σηκώθηκε ο γέροντας. Μάζεψε λίγα χόρτα για το μεσημεριανό του φαγητό και κατηφόρισε για τη σπηλιά του. Χτυπούσε με δύναμη και αποφασιστικότητα το μπαστούνι του στο χώμα και μονολογούσε.
«Ναι. Ναι. Κάλεσμα είναι, δεν είναι θάνατος. Γέροντά μου Παπα-Νήφωνα, φώναξε δυνατά, έρχομαι!.. Οψόμεθα εις Κούρεντα! και γόργωσε το βήμα του κατά τη σπηλιά.
                                                                                                                                 * * *

Απόγευμα ήταν όταν, μετά από αρκετές μέρες, αγνάντεψε, ψηλά από το Μιτσικέλι, το  μιναρέ από το τζαμί του Ασλάν  Πασά, να σχίζει τον ουρανό και να καθρεφτίζεται στ’ ακύμαντα νερά της Παμβώτιδας λίμνης “της υδάτινης κυράς” της πόλης των  Γιαννίνων, της πόλης που ’ταν πρώτη στ’ άρματα, στα γρόσια και τα γράμματα. Περιδιάβηκε τα λιθόστρωτα δρομάκια της πόλης και ρωτώντας έφτασε στη Μητρόπολη. Είχε εντολή από το γέροντά του.
- Να πας εξάπαντος να πάρεις «την ευλογία του Μητροπολίτη», του είπε.
Ήταν συμμαθητής μου στη Σχολή της Χάλκης.
Θα ’χεις κι όποια βοήθεια χρειασθείς.

Τον καλοδέχθηκε ο Δεσπότης. Άναψαν το τζάκι στο αρχοντικό και κάθισαν αντικριστά, στα στρωμένα με φλοκάτες μπάσια. Άνοιξαν ο ένας στον άλλο την καρδιά του και ξαλάφρωσαν.
Του στόρισε ο γέροντας τις δυσκολίες της ασκητικής ζωής του, την πάλη του τόσα χρόνια τώρα με τη σάρκα και τους δαίμονες, τον αγώνα του και την προσπάθειά του να προσπαθεί να κάνει την ύλη πνεύμα και ο Δεσπότης, με τη σειρά του, το δικό του αγώνα με τον αλλόθρησκο τύραννο να αποτρέψει τις εξωμοσίες, τις ισορροπίες που πρέπει να κρατάει, τις δολιχοδρομίες και τις δολοπλοκίες που αναγκάζεται να μηχανευθεί, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, να επιβιώσει αυτός και το ποίμνιο του, για να μπορέσει να κρατήσει τη σπίθα αναμμένη μέχρι νάρθει «το ποθούμενο».

Το φως σαν κρεμασμένο στο λυχνοστάτη, λυχνάρι πήρε να βασιλέψει.
Είναι αρκετή ώρα που το ρολόι στο  διάδρομου του  Δεσποτικού σήμανε μεσάνυχτα. Ώρα να χωρίσουν. Φίλησε ο γέροντας το χέρι του Δεσπότη, τον ευχαρίστησε για τη φιλοξενία, τον καληνύχτισε και τότε αποκάλυψε το σκοπό του.
- Εγώ, Δεσπότη μου, θα φύγω, με το πρώτο φως της ημέρας, για τα Κούρεντα.
- Για τα Κούρεντα; Θέλεις οκτώ ώρες περπάτημα.
- Πρέπει να πάω. Πρέπει να συναντήσω εκεί αγαπητό μου πρόσωπο.

Είπε τα λόγια τούτα με σταθερή φωνή, με σιγουράδα, λες και γνώριζε ότι ζει, ότι του μήνυσε και τον περιμένει.
- Δεν μπορείς να πας μόνος σου. Θα ’ρθει μαζί σου ο κυρ-Χρίστος.
Είναι ο αγωγιάτης της Μητρόπολης. Ξέρει καλά τα μονοπάτια.
Είναι από το διπλανό χωριό κι είναι ευκαιρία να πάει κι αυτός για λίγο στη φαμίλια του.

Με το χάραμα καβαλίκεψαν τ’ άλογα και κίνησαν. Βγήκαν σε λίγο από την πόλη.
- Γέροντα.., είπε ο κυρ-Χρίστος, ..λέω να μη πάμε από τη μεγάλη στράτα.
Να κόψουμε δρόμο. Να περάσουμε ανάμεσα από τα Γραμμενοχώρια, να μπούμε στο δασωμένο, να σχίσουμε ανέβα-κατέβα το Μεγαλόγγο, να περάσουμε από το χωριό μου και να μπούμε από το Νοτιά στα Κούρεντα.
-  Όπως εσύ νομίζεις καλύτερα κυρΧρίστο, είπε ο γέροντας.
Πέρασαν σχιστά το Γραμμένο, άφησαν δεξιά τους το Βαϊνίτι και μπήκαν στο δασωμένο μέρος.
Χόρευε στο στήθος του η καρδιά του γέροντα και δεν μπορούσε να τη μερώσει. Γύρισε, άθελά του, ο νους του πίσω τριάντα, σαράντα χρόνια. Έβλεπε ξανά, ύστερα από τόσα χρόνια, τα παλιά λημέρια του και δεν πίστευε στα μάτια του. Τούτα τα μέρη, τα γνώριζε αυτός πέτρα την πέτρα, καλύτερα από τον κυρ-Χρίστο τον αγωγιάτη.

Τον Άη-Λιά, τη Λυκοστάνη, τον Καριανό. Αγνάντεψε την ψηλή κορφή, όπου η γνώριμη σ’ αυτόν σπηλιά, το λημέρι του, που κρύφτηκε κείνο το βράδυ φεύγοντας από τον Άη-Γιώργη κυνηγημένος από δυο δακρυσμένα και δυο τυφλωμένα μάτια.
«Να ’ναι άραγε εκεί ακόμη, πεταμένα στο βάθος, το ντουφέκι μου και η λόγχη», αναρωτήθηκε.
Ο ήλιος ανέβηκε δυο βουκέντρες στον ουρανό. Η μέρα ζέστανε.
- Γέροντα, λίγο πιο κάτω, έχει αναβλυστικό νερό.
Θα σταματήσουμε για κολιατσό, να πάρουν και «τα πράματα» μια ανάσα.

Ξεπέζεψαν στην πηγή. Φάγανε νόστιμες ελιές. Ήπιαν νερό, δροσέρεψαν.
Σηκώθηκε ο γέροντας. Απομακρύνθηκε λίγα βήματα και έφερε το βλέμμα του γυροβολιά, λες κι έψαχνε να βρει παλιά σημάδια.
- Τι κοιτάζεις γέροντά μου, είπε ο κυρ-Χρίστος.
Τούτα τα μέρη που βλέπεις, σήμερα είναι ήσυχα. Μπορείς να μπεις και να περάσεις άφοβα. Ξέρεις, θα φτάσεις στο σπίτι σου στα σίγουρα.

- Σήμερα, είπες, είναι ήσυχα, κυρ-Χρίστο. Γιατί πιο παλιά τι ήταν;
- Δεν θέλει ρώτημα, γέροντά μου. Πριν από τριάντα-σαράντα χρόνια ζούσαν εδώ, σαν ζουλάπια, ο λήσταρχος, ο Δεληγκέκας, με την ομάδα του.
Ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής.
- Και τι απόγινε ο Δεληγκέκας κυρ-Χρίστο;
- Άλλο μυστήριο και τούτο, γέροντά μου. Χάθηκε ξαφνικά, λες και τον κατάπιε η γης.
Έμεινε η ομάδα του ορφανή και σε λίγο διαλύθηκε κι αυτή.
Ξεβρώμισε ο τόπος, βρήκε ο κόσμος την ησυχία του, γέροντά μου.

Κι ύστερα από λίγες στιγμές σιωπής συμπλήρωσε, σχεδόν μονολογώντας:
- Ας είναι καλά ο παπα-Νήφωνας, ο παπάς των Κουρέντων.
- Ο παπα-Νήφωνας; ρώτησε, με φανερή πια ανησυχία, ο γέροντας.
Τι ο παπα-Νήφωνας; Τι σχέση μπορεί να ’χει ένας παπάς με το λήσταρχο, τον Δεληγκέκα;
- Ο  παπα-Νήφωνας γέροντά μου ήταν για πολλά χρόνια, λειτουργός στα Κούρεντα.
- Ήταν, είπες κυρ-Χρίστο; Γιατί, τώρα δεν είναι; Έφυγε;
- Δεν έφυγε, γέροντά μου. Κοιμήθηκε πριν από τρεις περίπου μήνες.
Σαν δίκοπο μαχαίρι έσκισε το σπλάχνο του γέροντα η λέξη αυτή.
- Κοιμήθηκε, είπες;
Δεν μπόρεσε, ο γέροντας, να κρατηθεί άλλο όρθιος. Λύγισαν τα γόνατά του και κάθισε, σχεδόν σωριάστηκε στο χώμα.

Στάλες ιδρώτα έλουσαν το ισχνό πρόσωπό του.
Έτρεξε κοντά του ο κυρ-Χρίστος.
Του ’δωσε το παγούρι να πιεί λίγο νερό να συνεφέρει.
- Σε πλήγωσα γέροντα μου. Νόμιζα πως το ξέρεις.
Τον γνώριζες τον μακαριστό ;’’

Ανασηκώθηκε ο γέροντας. Προσθήλιασε το παγούρι στα χείλια του.
Ήπιε λίγο νερό, συνήλθε.
- Δεν είναι τίποτε.. είπε, μια συνηθισμένη ζάλη...
Έκανε νεύμα στον αγωγιάτη και έκατσε εκείνος δίπλα του.
- Τον ήξερα τον παπα-Νήφωνα, είπε.
Πριν έρθει λειτουργός στα Κούρεντα, είμαστε μαζί στην ίδια Σκήτη στο Άγιο Όρος.

Χούφτωσε με τις δυο του παλάμες ο γέροντας κι έκρυψε το πρόσωπό του.
Ντράπηκε. Μη στήσεις, θεέ μου, το ψέμα τούτο, συλλογίστηκε.
Χρέωσέ το για αλάτι της αλήθειας. Δεν έχω τη δύναμη να μολογήσω την αλήθεια.
Κράτησε τον κυρ-Χρίστο από το χέρι, να πάρει δύναμη, να κάνει κουράγιο, και τον ρώτησε:
- Αλήθεια, κυρ-Χρίστο μου, τι σχέση μπορεί να είχε ο παπα-Νήφωνας με τον λήσταρχο, τον Δεληγκέκα;
- Γέροντά μου, πολλά και διάφορα λέγονται. Παράξενα πράγματα.
Μυστήρια.

Στην εκκλησιά του Άη-Γιώργη, στα Κούρεντα, που τώρα θα πας, το πρόσωπο της Παναγιάς, που είναι ψηλά στην χιβάδα του Ιερού Βήματος, της πλατυτέρας όπως λέμε, είναι χτυπημένο στο φως του. Αυτή η βεβήλωση, είναι σίγουρο, ότι έγινε, στα χρόνια που λειτουργός ήταν ο παπα-Νήφωνας.
Ο καλός γέροντας, όσο ζούσε, όσες φορές κι αν ρωτήθηκε, έλεγε:
«Φαίνεται πως κάποιος κακός άνθρωπος θα πέρασε και τύφλωσε την Παναγία σε ώρα που εγώ έλειπα ... τίποτε άλλο δεν γνωρίζω ...» κι έκλεινε την κουβέντα λέγοντας «να ’ναι καλά, ας τον σκέπει η χάρη Της...»

Τώρα, μετά το θάνατό του, συνέχισε την κουβέντα του ο κυρ-Χρίστος, ακούστηκε και συζητιέται πως κάποιο βράδυ ο λήσταρχος, ο Δεληγκέκας, κατέβηκε από το βουνό με σκοπό να ληστέψει τον Άη-Γιώργη. Τώρα τι ακριβώς έγινε, πώς και γιατί κτύπησε στο πρόσωπο την Παναγία, πήρε δεν πήρε χρήματα, κανείς δεν ξέρει.
Αν έτσι έγιναν τα πράγματα, γέροντά μου, ο παπα-Νήφωνας -ας είναι ᾽λαφρύ το χώμα που τον σκέπασε- πήρε το μυστικό μαζί του. Το σίγουρο είναι πως ο σκύλος, ο Δεληγκέκας, πίσσα στα κόκκαλα του, γέροντά μου, ξαφανίστηκε από την περιοχή μας από τη μια στιγμή στην άλλη.
Μυστήρια πράγματα, σου λέω, παράξενα.

Σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Σε λίγο σηκώθηκαν. Μάζεψε τα πράγματα ο κυρ-Χρίστος. Έφερε το άλογο να καβαλικέψει ο γέροντας.
- Ώρα να φύγουμε, γέροντα. Έχουμε δρόμο ακόμη.
Σε τρεις περίπου ώρες φτάνουμε.
Καβαλίκεψαν και πήραν ξανά το δρόμο, χωρίς πια ν’ αλλάξουν άλλη κουβέντα. Ακούγονταν μόνο ο ρυθμικός κρότος από τα πέταλα των αλόγων καθώς παραμέριζαν τις στουρναρόπετρες.

Ήταν απόγευμα πια, μια βουκέντρα ήλιος, όταν ξετρύπωσαν από το Μεγαλόγγο κι αγνάντεψαν κατά τη δύση, τα βουνά της Παραμυθιάς, την οροσειρά της Μουργκάνας και βορειότερα τον Κασιδιάρη.
- Γέροντα.., πριόνισε τη σιωπή ο αγωγιάτης, ..εδώ μπροστά μας είναι το χωριό μου, η Γιουργάνιστα, το χωριό του καλόγερου Σαμουήλ που ανατίναξε το Κούγκι, και λίγο πιο κάτω, να, τα Κούρεντα. Να, το ψηλό καμπαναριό του Άη-Γιώργη, και λίγο πιο ᾽δώ, στα ψηλά τα κυπαρίσσια, εκεί κοιμάται ο παπα-Νήφωνας.
Ξεπέζεψαν στο χειμαδιό του αγωγιάτη.
- Όπως είπαμε, γέροντά μου. Θα σε περιμένω να γυρίσεις.
Μένουμε απόψε στο φτωχικό μου και αύριο, πρωί-πρωί, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.

Ευχαρίστησε ο γέροντας τον αγωγιάτη και πήρε μόνος του, πεζός, τον κατήφορο.
«Αλλιώς τα περίμενα και αλλιώς τα βρήκα»’, μονολόγησε.
 Χορδή τεντωμένη η ψυχή του, έτοιμη να σπάσει. Έτρεμαν τα φυλλοκάρδια του. Ένας κόμπος ανέβηκε βαθιά από το σπλάχνο του και του ’φραξε το λαιμό. Γέμισε φαρμακίλα το στόμα του. Προσθήλιασε στα χείλη του το παγούρι και ξέπλυνε με μια γουλιά νερό το στόμα του. Νόμισε πως, άμα φτάσει, θα ηρεμήσει και γόργωσε, όσο μπορούσε, το βήμα του. Μπήκε στην είσοδο του Νεκροταφείου και κοντοστάθηκε. Σβάρνισε ολόγυρα τη ματιά του, είδε το νιοσκαμμένο μνήμα.
Τέσσερις πέτρες, πελεκημένα μαστορικά αγκωνάρια, δεμένα με αλυσίδα, σημάδευαν τον περίγυρο του τάφου. Ένας ξύλινος σταυρός που ’γραφε το όνομά του και στη βάση του ένα μικρό ξύλινο κουτάκι, όπου τρεμόσβηνε ένα καντηλάκι. Δυο ρίζες βασιλικός στο ύψος της καρδιάς και μια πλάκα, εκεί προς τα πόδια του, που ’γραφε: «Ναι έρχομαι ταχύ, αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού»...
Δεν άντεξε άλλο ο Ζωσιμάς. Λύγισαν τα γόνατά του.
- Γέροντά μου, ήρθα!, φώναξε και αναλύθηκε σε δάκρυα.

Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα σιωπηλός. Σηκώθηκε και συνέχισε μονολογώντας:
- Γέροντά  μου σε ξαναβρίσκω. Ο Δεληγκέκας είμαι. Δεν με γνωρίζεις;
Δεν με θυμάσαι; Σήκω γέροντά μου!
Γκρέμισε από πάνω μου τα χαλάσματα του χρόνου και θα με γνωρίσεις.
Ήρθα και πάλι σα ληστής.
Ήρθα για να ληστέψω σένα τώρα, γέροντα μου, όχι τον Άη-Γιώργη.
Το δικό σου πουγκί ζητάω, που ’χε μέσα όχι φλουριά, αλλά τη συγχώρεση.
Έθρεψε με λάδι το καντήλι, ζωήρεψε η φλόγα στο φυτίλι.
Πήρε στα χέρια του το μικρό θυμιατήρι. Έβγαλε απ’ το δισάκι του κι άναψε δυο-τρία καρβουνάκια. Σκόρπισε πάνω τους μπόλικο θυμίαμα.
Μοσχομύρισε η ατμόσφαιρα αγιορείτικο λιβάνι.

Κείνη την ώρα, που ο ήλιος έγερνε και σε λίγο θα ακροκάθιζε στην πασπαλισμένη με χιόνι κορυφογραμμή της Μουργκάνας, γλυκόλαλος ήχος χύθηκε και σκόρπισε στον αγέρα από το καμπαναριό του Άη-Γιωργη στέλνοντας κάλεσμα στους χωριανούς να ᾽ρθούν για να ακούσουν το κάλεσμα της Παναγιάς. «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε».
- Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου απόψε, μονολόγησε, όπως και κείνο το βράδυ...
Χάιδεψε με τα χέρια του, απαλά απαλά, γύρω γύρω, την αλυσίδα και τις πέτρες, ανάδεψε το βασιλικό, φίλησε το σταυρό, καληνύχτισε το γέροντα και πήρε το δρόμο για την εκκλησιά.
                                                                                                                        * * *

Λάμπει απόψε η εκκλησιά του Άη-Γιώργη. Άναψαν τα καντήλια και οι δυο πολυκάντηλοι πολυέλαιοι. Δίπλα από το προσκυνητάρι η εικόνα της Παναγιάς στολισμένη με γιρλάντες από αγριολούλουδα. Κατάκοποι από την ολοήμερη εργασία, οι χωριανοί, άλλοι καθισμένοι στα στασίδια, οι πιο πολλοί όρθιοι, παρακολουθούν την ιερή ακολουθία.

Άνοιξε η βαριά δρύινη πόρτα του ναού. Μπήκε, αθόρυβα, στον ναό ο π. Ζωσιμάς. Ασπάστηκε στο προσκυνητάρι την εικόνα του Άη-Γιώργη και της Παναγιάς και πέρασε στο Ιερό Βήμα από την Νότια Πύλη.
Λες και ηλεκτρίστηκε η ατμόσφαιρα από το πέρασμα του γέροντα. Αεράκι, «καθάπερ φερομένη πνοή» γέμισε την ατμόσφαιρα και έγλειψε τα πρόσωπα των χωριανών. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους με απορία και ερωτηματικό κρεμάστηκε στον νου τους «Ποιος να ’ναι τάχα ο σεβάσμιος γέροντας που πέρασε στο Ιερό;».

Ο π. Ζωσιμάς, με μια υπόκλιση, καλησπέρησε τον παπα-Γιώργη, ασπάστηκε την Άγια Τράπεζα και στάθηκε παράμερα σε μια γωνιά. Στηρίχθηκε στο ραβδί του και παρακολουθούσε από κει, όρθιος και ακίνητος την ακολουθία. Μόνο, κάθε φορά που ακουγόταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» σήκωνε τα χέρια του προς την Πλατυτέρα, προσήλωνε το βλέμμα του σ’ ένα και μόνο σημείο, λες κι έψαχνε κάτι να δει κι έπεφτε στα γόνατα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε με την άκρη του ματιού του ο παπα-Γιώργης. Παράξενος επισκέπτης του φάνταζε.

Φορτώθηκαν δάκρυα τα μάτια του Ζωσιμά. Ξεχείλισε η βρύση τους κι έτρεχε. Παράξενο. Κοίταζε και ξανακοίταζε το πρόσωπο της Παναγίας και του φαινόταν καθαρό, πεντακάθαρο, χωρίς καμιά πληγή. Σκούπιζε και ξανασκούπιζε με το ανάστροφο του χεριού του τα θολωμένα μάτια του και να, πάλι ολοκάθαρο φάνταζε το πρόσωπο. Λύγισαν τα γόνατά του. Πρόλαβε και κρατήθηκε από το στασίδι να μη σωριασθεί στο δάπεδο. Ιδρώτας «ως θρόμβοι αίματος» έλουσε το πρόσωπό του. Έσβησαν όλα γύρω του. Χάθηκε το μυαλό του, στέρεψε, κι έβλεπε, λέει τώρα, να τρέχει, χαρούμενος, σ’ ένα δρόμο που τελειωμό δεν είχε, και να μονολογεί:
- Δόξα σοι ο Θεός. Εφιάλτης ήταν. Κακό όνειρο.
Δεν τύφλωσα την Παναγία. Δεν πλήγωσα τον παπα-Νήφωνα. Όλα καλά.

Ένιωσε ένα χέρι να του τρίβει τα μελίγγια, να βρέχει το πρόσωπό του και να τον ανακρατεί να πιεί λίγο νερό. Συνήλθε.
Άνοιξε τα μάτια του. Στερεώθηκε ο τόπος γύρω του.
- Μην ανησυχείτε, είπε. Παροδικό είναι, θα περάσει ...
Θυμήθηκε πού βρίσκεται. Ανακρατήθηκε από το στασίδι και στάθηκε όρθιος. Πρέπει, είπε μέσα του, να κρατηθώ. Δεν πρέπει να λυγίσω.
Πρέπει να πιω το ποτήρι «μέχρι τρυγός». Εδώ, με τα μάτια μου ανοιχτά.

Είδε, ξαπλωμένο τον παπα-Νήφωνα, πάνω στο Ιερό Τραπέζι, με τη λόγχη στο λαιμό του, στη θέση της σφαγής. Νάτος, ο ίδιος, πετάχθηκε, σαν αγριόγατος, πάνω στην Άγια Τράπεζα κι έσβησε με τη λόγχη το φως στο πρόσωπο της Παναγίας.
Νάτος, ο ίδιος, χωμένος, σαν τυφλοπόντικας στην κρύπτη, κάτω από την Τράπεζα.
Ήταν, σα σε λήθαργο, όταν από το χορό των ψαλτών ακούστηκε «Την ωραιότητα της παρθενίας Σου...» κι αμέσως έκανε ο παπα-”Γιώργης την απόλυση.
Κάνανε οι δυο λειτουργοί την αναγκαία γνωριμία, ασπάστηκε ο ένας τον άλλο και ο παπα-Γιώργης κάλεσε το γέροντα να χαιρετίσει και ευλογήσει τους χωριανούς.

Ήρθε ο γέροντας στην ωραία Πύλη.
- Καλησπέρα  σας, είπε. Αγιορείτης μοναχός είμαι. Ζωσιμάς το όνομά μου. Περαστικός, για λίγες ώρες, από το χωριό σας. Σας φέρνω από το περιβόλι της Παναγίας την ευλογία Της. Σας εύχομαι «Καλή Ανάσταση».
Πέρασαν, ένας-ένας οι χωριανοί, πήραν την ευλογία του, καληνύχτισαν και σκόρπισαν για τα σπίτια τους.

Έμειναν μόνοι ο π. Ζωσιμάς κι ο παπα-Γιώργης.
- Γέροντα, σ’ έβλεπα ανήσυχο την ώρα της ακολουθίας και κοίταζες επίμονα την Πλατυτέρα.
- Ναι παπα-Γιώργη. Μου ’κανε εντύπωση που το πρόσωπο της Πλατυτέρας είναι κτυπημένο στο φως της.
- Βρωμοδουλειά του λήσταρχου του Δεληγκέκα είναι γεροντά μου.
- Του Δεληγκέκα, είπες;
- Ναι γέροντά μου, είπε. Ήταν λήσταρχος εδώ στην περιοχή μας.
Έλα να δεις, έχω εδώ κρυμμένη την απόδειξη.

Άνοιξε μια κασέλα ο παπα-Γιώργης κι έβγαλε από μέσα ένα παλιό λειτουργικό βιβλίο.
- Είναι παλιό Τριώδιο, είπε. Το φυλάω τώρα για κειμήλιο.
Γύρισε στην τελευταία σελίδα.
- Αυτά, που βλέπεις, είναι γράμματα του παπα-Νήφωνα, είπε.
Ήταν ο δάσκαλός μου. Σαράντα χρόνια λειτουργός στο χωριό μας.
Κοιμήθηκε πριν από τρεις περίπου μήνες. Θεοκατοίκητος νους, γέροντά μου. Όσο ζούσε δεν είπε τίποτα σε κανένα. Το βρήκα τώρα, μετά το θάνατό του.

Φόρεσε τα γυαλιά του ο π. Ζωσιμάς, απίθωσε το βιβλίο στην Αγία Τράπεζα και διάβασε, στο φως του καντηλιού, τούτα τα λόγια:
"Εγώ, ο ιερέας Νήφωνας, λειτουργός του χωριού Κούρεντα, γράφω για την  ιστορία τα παρακάτω.
Σήμερα 25 του Απρίλη του σωτηρίου έτους 18... μέρα Παρασκευή της Ε´  εβδομάδας των Νηστειών, μετά την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, κατέβηκε από το βουνό ο λήσταρχος ο Δεληγκέκας για να ληστέψει τον Ναό.
Μαλώσαμε και πάνω στον θυμό του, ανέβηκε στην Άγια Τράπεζα και με τη  λόγχη του ντουφεκιού του τύφλωσε την Παναγία.
Ας είναι καλά, κι ας τον σκέπει η χάρη Της."

- Πλήρωσε όμως τα επίχειρα της πράξης του, είπε, ο παπα-Γιώργης.
Έλαβε, φαίνεται, αμέσως δίκαιη τιμωρία. Εξαφανίστηκε από την περιοχή μας.
Πώς χάθηκε, πού πήγε, ποιο ήταν το τέλος του, κανείς δεν ξέρει.
Στράφηκε ο παπα-Γιώργης κατά την Προσκομιδή.
Κράτησε τον Γέροντα από το χέρι και τον οδήγησε στην Πρόθεση.
Πήρε από εκεί ένα κιτρινισμένο, λερό από την πολυκαιρία, χοντρόχαρτο, διπλωμένο στα δυο και το ’δωσε στον γέροντα.
Το άνοιξε ο γέροντας με προσοχή. Ήταν κατάστικτο, λες κεντημένο, με κόκκινες κι άσπρες στάλες κεριού. Κατάλαβε. Ήταν το δίπτυχο του παπα-Νήφωνα. Στην πρώτη σελίδα, στα «Υπέρ Υγείας», κάτω-κάτω, μετά από καμιά δεκαριά ονόματα, έγραφε «...ληστάρχου Δεληγκέκα...».

Ξέφυγε ένα καφτό δάκρυ του γέροντα, κύλησε ανάμεσα από τις στάλες των κεριών κι έβρεξε το όνομα του. Έκλεισε με προσοχή το δίπτυχο, τ’ απίθωσε στην πρόθεση.
- Θεοκατοίκητος νους ο παπα-Νήφωνας, γέροντά μου, είπε ο παπα-Γιώργης.
Τους χώρισαν στιγμές σιωπής. Πέρασαν στον κυρίως ναό, βγήκαν στο χαγιάτι.
Γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά. Κάθισαν στο πεζούλι.
- Γέροντα.., είπε ο παπα-Γιώργης,.. «η μέρα κέκλικεν» που γράφουν και τα χαρτιά.
Η ώρα είναι ήδη περασμένη.
Ευλογία για μένα και τη φαμίλια μου να μείνεις απόψε στο φτωχικό μας.
Να δώσεις την ευχή σου και την ευλογία σου και στους γέροντες γονείς μου.
Αύριο πρωί-πρωί με το καλό συνεχίζεις το δρόμο σου.
- Σ᾽ ευχαριστώ παπα-Γιώργη. Σε περιμένω εδώ στο χαγιάτι, στη δροσιά. 

Μπήκε ο παπα-Γιώργης στον ναό, να βγάλει τα άμφιά του, να σβήσει τους πολυελαίους, να δει μη ξεχάστηκε καμιά λαμπάδα αναμμένη.
Ακούστηκε σε λίγο το τρίξιμο της πόρτας και το δυνατό κρακ-κρακ του κλειδιού να κλείνει την βαριά δρύινη πόρτα.
-  Έτοιμος γέροντα, πάμε!
Έρημο το χαγιάτι. Αυτιάστηκε ο παπα-Γιώργης. Ησυχία. Δεν άκουσε τίποτε.
- Γέροντα..., γέροντα..., φώναξε ξανά κι έφερε μια γύρα τον ναό και την αυλή.
Τίποτα...

Στο δρόμο κατά τη Γιουργάνιστα, κάπου εκεί κοντά στο νεκροταφείο, ακούστηκε γάβγισμα μαντρόσκυλου, στο πέρασμα στρατολάτη......
«Παράξενος επισκέπτης..», μονολόγησε ο παπα-Γιώργης.
Ένα μεγάλο ερωτηματικό κρεμάστηκε στον νου του. 
Έψαχνε κι απάντηση δεν έβρισκε.
                                                                                                                              * * *

Πέρασαν από το βράδυ εκείνο μέρες αρκετές.
Κάθεται από Πάσχα στον καφενέ του χωριού ο παπα-Γιώργης και σχολιάζει με τους χωριανούς το απροσδόκητο πέρασμα από το χωριό τους του Γέροντα Ζωσιμά, κι εξήγηση δε βρίσκουν. Ακούστηκε, από μακρυά, το βούκινο του τάταρη [ταχυδρόμου] και σε λίγο η φωνή του:
- Παπα-Γιώργη, έχεις γραφή.
Έβγαλε από την τσάντα του ο ταχυδρόμος ένα κίτρινο φάκελο και τον παρέδωσε στον γέροντα. Δεν είχε αποστολέα.

Άνοιξε ο γέροντας το φάκελο. Ξεδίπλωσε με προσοχή μια κιτρινισμένη κόλλα πάνω στην οποία ήταν, με μαντσακή μελάνη, κακογραμμένο, δυσανάγνωστο κείμενο.
Με μεγάλη δυσκολία, φανερά ταραγμένος και με τρεμάμενη σχεδόν φωνή μπόρεσε και διάβασε ο παπα-Γιώργης τούτα τα λόγια.

"Καρούλια Αγίου Όρους, 10 – 5 – 18...

Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ, γέροντα Παπα-Γιώργη,

Σου γράφω από την έρημο του Αγιονόρος, όπου εδώ και τριάντα και πάνω χρόνια, είναι το σπίτι μου. Εξαγοράζω τον καιρό μου ζώντας, στην απόλυτη σιωπή, σε μια σπηλιά στην έρημο, στα φοβερά «Καρούλια». Κυνηγημένος από δύο δακρυσμένα και δυο τυφλωμένα μάτια, πέρασα από το χωριό σας πριν από λίγες μέρες.

Έζησα κοντά σας την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου και έφυγα σαν κλέφτης.
Δεν βρήκα τη δύναμη να μείνω πιότερο.
Δε βρήκα τη δύναμη να δω την αλήθεια κατάματα.
Ζητώ γι’ αυτό συγνώμη, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Ο Θεός ας με συγχωρέσει.

Γέροντα μου, σου στέλνω λίγα χρήματα που κράταγα για τη θανή μου.
Αυτά είναι όλο κι όλο το βιός μου. Θερμή παράκληση: Ένα μέρος από αυτά, όποιο εσύ νομίζεις, κράτησέ το για λογαριασμό σου. Συμπλήρωσε το δίπτυχο του μακαριστού γέροντα παπα-Νήφωνα με το όνομά του και κάθε φορά που αναφέρεσαι στην Αγία Πρόθεση, μνημόνευε αυτόν, όπως ο Θεός αναπαύσει την ψυχή του και αν γέροντα μου, δεν σου κάνει κόπο, μνημόνευε «υπέρ υγείας» και το όνομα του λήσταρχου Δεληγκέκα, να τον αξιώσει ο Θεός να δει την αλήθεια κατάματα.

Τα υπόλοιπα χρήματα, γέροντά μου, διάθεσέ τα για την αποκατάσταση της ζημιάς στο πρόσωπο της Παναγίας, που είναι ψηλά στη χιβάδα του Ιερού Βήματος, της «Πλατυτέρας».
Προσεύχομαι για σας και για όλους τους χωριανούς.

Μοναχός Ζωσιμάς, κατα κόσμον Δεληγκέκας.   
[πρώην λήσταρχος] "







Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου