Κυριακή 2 Απριλίου 2017

"Καινός άνθρωπος "






Κυριακή Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας











Πρωτ. Χριστόδουλος Μπίθας  -  Μετάνοια
"Πέρα από την χώρα της λύπης"


Εί­πε ο Κύ­ριος: «Με­τα­νο­εί­τε· δι­ό­τι έ­φτα­σε η Βα­σι­λεί­α των Ου­ρα­νών» (Ματθ. 4, 17). 
Και αλ­λού συμ­πλη­ρώ­νει:
«Να ζη­τά­τε πρώ­τα την βα­σι­λεί­α του Θε­ού και την δι­και­ο­σύ­νη Του 
και ό­λα τα άλ­λα θα σας προ­στε­θούν»  (Ματθ. 6,33).

Κλή­ση με­τα­νοί­ας εί­ναι ό­λο το ευ­αγ­γέ­λιο.
Με­τα­νο­ώ, ση­μαί­νει αλ­λά­ζω τρό­πο σκέ­ψης, γί­νο­μαι «και­νός» άν­θρω­πος,
αλ­λά­ζω τρό­πο ζω­ής. 

Ο Χρι­στός μας εί­πε ό­τι «η βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών βι­ά­ζε­ται και βια­σταί αρ­πά­ζου­σιν αυ­τήν»
Εν­νο­εί πως η σω­τη­ρί­α κερ­δί­ζε­ται με κό­πο, γι’ αυ­τό ε­πι­ση­μαί­νει ό­τι 
εί­ναι «στε­νή η πύ­λη και τε­θλιμ­μέ­νη η ο­δός η α­πά­γου­σα εις την ζω­ήν» (Ματθ. 7,14).

Για­τί εί­ναι στε­νή η πύ­λη; Ε­πει­δή ο Χρι­στια­νός πρέ­πει να αυ­το­βα­σα­νί­ζε­ται;
Ό­χι. Ε­πει­δή μας ζη­τά να υ­περ­βού­με την φι­λαυ­τί­α μας, να α­παλ­λα­χτού­με α­πό τον α­πο­πνι­κτι­κό ε­γω­κεν­τρι­σμό μας, να γί­νου­με ε­λεύ­θε­ροι άν­θρω­ποι.

Ο Θε­ός δώ­ρι­σε το αυ­τε­ξού­σιο στον άν­θρω­πο, για να μπο­ρεί να κι­νεί­ται ε­λεύ­θε­ρα προς το Α­γα­θό. Με την πτώ­ση ό­μως α­μαυ­ρώ­θη­κε το κα­τ’ ει­κό­να και συντελέστηκε φθο­ρά στο αυ­τε­ξού­σιο του αν­θρώ­που. Ο άν­θρω­πος αυ­το­νο­μή­θη­κε, αυ­το­θε­ώ­θη­κε, έ­γι­νε φί­λαυ­τος, έ­χα­σε την δυνατότητα να α­γαπά, έ­πα­ψε να α­να­φέ­ρε­ται στον Θε­ό, στράφηκε στον ε­αυ­τό του.

Ο ά­γιος Μά­ξι­μος ο Ο­μο­λο­γη­τής λέ­γει:
«Αρ­χή ό­λων των πα­θών εί­ναι η φι­λαυ­τί­α, τέ­λος δε η υ­πε­ρη­φά­νεια» και «μην εί­σαι αυ­τά­ρε­σκος και δεν θα μι­σείς τον α­δελ­φό σου, μην εί­σαι φί­λαυ­τος και θα α­γα­πάς τον Θε­ό».

Με­τά­νοια σημαίνει να μεταστρέψουμε το νου μας, να συν­ταχθούμε ε­λεύ­θε­ρα με το θεί­ο θέ­λη­μα, να υ­περ­νι­κήσουμε στα­δια­κά την φι­λαυ­τί­α μας, να γίνουμε ε­λεύ­θε­ροι.
Η εν Χρι­στώ ε­λευ­θε­ρί­α εί­ναι α­γά­πη και κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων, δι­ό­τι ο άν­θρω­πος κά­νει πρά­ξη την βασική εντολή του Κυρίου, «Να α­γα­πή­σεις Κύ­ριο τον Θε­ό σου με ό­λη την καρ­διά σου, με ό­λη την ψυ­χή σου και μ’ ό­λο το νου σου… και να α­γα­πή­σεις τον πλη­σί­ον σου ό­πως τον ε­αυ­τό σου».

Η συ­ναί­σθη­ση της α­μαρ­τω­λό­τη­τας μας εί­ναι το πρώ­το βή­μα στην ο­δό της με­τα­νοί­ας. 
Ο Ά­γιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος, λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: 
«Ε­κεί­νος που έ­χει γνω­ρί­σει κα­λά τον ε­αυ­τό του και βλέ­πει τις α­μαρ­τί­ες του, αυ­τός εί­ναι α­νώ­τε­ρος α­πό ε­κεί­νον που με την προ­σευ­χή του κα­τορ­θώ­νει να α­να­στή­σει α­κό­μα και πε­θα­μέ­νους». 

Πό­τε με­τα­νο­ού­με;
Μα, κά­θε μέ­ρα, κά­θε στιγ­μή, α­δι­ά­κο­πα, μέ­χρι το τέ­λος, σε ό­λη μας την ζω­ή.
«Βί­α της φύ­σε­ως δι­η­νε­κής» εί­ναι η με­τά­νοι­α, λέ­ει ο Ά­γ. Ι­ω­άν­νης ο Σι­να­ΐ­της, δη­λα­δή να προ­σπα­θού­με δια­ρκώς να αλ­λά­ζου­με τον πε­πτω­κό­τα ε­αυ­τό μας, να α­γω­νι­ζό­μα­στε να α­πε­λευ­θε­ρω­θού­με α­πό τα πά­θη μας που μας κα­θη­λώ­νουν σε μια δια­ρκή ε­να­σχό­λη­ση με τον ε­αυ­τό μας.

Να γί­νου­με ε­λεύ­θε­ροι άν­θρω­ποι, να α­να­και­νί­σου­με το αυ­τε­ξού­σιο, για­τί μό­νο με την δύ­να­μη της ε­λευ­θε­ρί­ας, μπο­ρού­με να αν­τι­στε­κό­μα­στε στους πει­ρα­σμούς και να πο­ρευ­τού­με στο κα­θ’ ο­μοί­ω­σιν.


Ό­λα αυ­τά που α­να­γρά­φου­με, α­πο­τέ­λεσαν και το έ­ναυ­σμα για να γρα­φτεί το βι­βλί­ο 
«Πέ­ρα α­πό την χώ­ρα της λύ­πης».
Μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α μας στην ε­ξο­μο­λό­γη­ση θε­λή­σα­με να δώ­σου­με μια μαρ­τυ­ρί­α 
για τον θαυ­μα­στό τρό­πο που ε­νερ­γεί ο Χριστός στις ψυχές των ανθρώπων.

Ιστορίες μετανοίας που βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, μόνο που συμπυκνώνονται κάθε φορά μαζί σε έναν ήρωα με φανταστικό όνομα, ο οποίος ζει μέσα σε μια μυθοπλασία που, όμως, κι αυτή θα μπορούσε να είναι αληθινή. 

Η ομορφιά του ανθρώπου κοινή, το ίδιο και η αστοχία του κι αυτές οι ιστορίες σκοπό έχουν να περιγράψουν την πορεία από την τυφλότητα στην μετάνοια, από την σύγχυση στο νόημα, από την μοναξιά στο μαζί.

Στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου γί­νε­ται σα­φές πως ο με­τα­νο­ών άν­θρω­πος ζει με ελ­πί­δα για­τί βελ­τι­ώ­νε­ται συ­νε­χώς, μα­θη­τεύ­ει στην ζω­ή, χαί­ρε­ται για­τί κα­τα­νο­εί σε βά­θος τα μυ­στή­ρια της υ­πάρ­ξε­ως, γεύ­ε­ται την α­γά­πη, μα­θαί­νει να συγ­χω­ρεί τον πταί­ον­τα, να κα­τα­λα­βαί­νει τον πλη­σί­ον, να σκε­πά­ζει, να πε­ρι­χω­ρεί.

Ό­ποι­α η­λι­κί­α κι αν έ­χου­με, ό­σο κι αν α­μαρ­τή­σα­με, ό­σο κι αν φταί­ξα­με, ο Θε­ός της α­γά­πης, ο «αί­ρων την α­μαρ­τί­α του κό­σμου», ο «πάν­τας θέ­λων σω­θή­ναι» μας πε­ρι­μέ­νει κά­θε ώ­ρα να με­τα­νο­ή­σου­με, να μας φω­τί­σει το σκο­τά­δι, να μας χα­ρι­τώσει με το Πνεύ­μα. Α­μήν.




db – [2fA]






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου